

Η επιστήμη της φυσικής διατείνεται από πάντα και μας διδάσκει πως ο κανόνας θέλει τα ετερώνυμα να έλκονται. Το εμβληματικό ζευγάρι των Φιτζγουίλιαμ Ντάρσυ και Ελίζαμπεθ Μπένετ από το λογοτεχνικό έργο Περηφάνια και Προκατάληψη της Τζέιν Όστιν, έρχεται και αποδεικνύει πως και τα ομώνυμα είναι εξίσου ικανά να αναπτύξουν έλξη αντίστοιχης έντασης μεταξύ τους.
Από την αρχή της γνωριμίας τους οι δύο ήρωες αντιμετωπίζουν και επιδεικνύουν ο ένας απέναντι στον άλλον μια συμπεριφορά που διακρίνεται από αυτά ακριβώς τα δύο χαρακτηριστικά, που αναγράφονται και στον τίτλο του βιβλίου. Από περηφάνια και προκατάληψη. Ο κύριος Ντάρσυ εμφανίζεται ιδιαίτερα περήφανος ως προς την κοινωνική του θέση και αρνείται να αλληλεπιδράσει με άτομα ταπεινής -κατά την κρίση του- καταγωγής όπως η Ελίζαμπεθ. Ταυτόχρονα, παρατηρώντας τη συμπεριφορά της οικογένειάς της, κυρίως της μητέρας και των δύο μικρότερων αδελφών της, η έλλειψη ευπρέπειας και καλής διαγωγής από πλευράς τους, τον προκαταβάλει αρνητικά ως προς την ίδια την Ελίζαμπεθ, οδηγώντας τον να μην μπορεί να διαγνώσει την οξυδέρκεια του μυαλού της και την προσωπικότητά της.
Κατά τον ίδιο τρόπο ωστόσο και με το ίδιο ακριβώς μοτίβο ενεργεί και η Ελίζαμπεθ. Ερμηνεύει τη στάση του κυρίου Ντάρσυ από την πρώτη κιόλας στιγμή ως υπεροπτική και αλαζονική και σε συνδυασμό με τα συκοφαντικά λόγια που έχουν ειπωθεί για εκείνον από τον κύριο Γουίκαμ, υποκύπτει στο δέλεαρ των προκαταλήψεων της σχηματίζοντας μία διαστρεβλωμένη εικόνα για τον χαρακτήρα του κυρίου Ντάρσυ και αρνούμενη να αντικρίσει τις αρετές και τα προτερήματά του. Από την άλλη είναι και εκείνη εξίσου περήφανη με τον Νταρσυ. Η περηφάνια εκείνης, βέβαια, αφορά το μυαλό και την αντιληπτική της δύναμη και ικανότητα με αποτέλεσμα στην αρχή τουλάχιστον να είναι εντελώς σίγουρη για την ορθότητα των εντυπώσεών που έχει σχηματίσει για εκείνον και να αρνείται το ενδεχόμενο να έχει προβεί σε λάθος εκτιμήσεις.
Πρόκειται για ένα ατέρμονο καθρέφτισμα στο οποίο όχι μόνο μιμούνται ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου άλλα μάλιστα κατηγορούν ο ένας τον άλλον για την ίδια αυτή συμπεριφορά. Μολονότι δηλαδή η στάση τους μπορεί να εκκινεί από διαφορετικές βάσεις και να εδράζεται σε διαφορετικούς λόγους και κίνητρα εν τέλει είναι ακριβώς η ίδια. Είναι και οι δύο τόσο περήφανοι και προκατειλημμένοι απέναντι στον άλλον και προσάπτουν κατηγορίες αντίστοιχα ο ένας στον άλλον για περήφανη και προκατειλημμένη συμπεριφορά. Και έτσι μολονότι στην αρχή φαίνεται να έχουμε να κάνουμε με δύο ολοκληρωτικά διαφορετικούς ανθρώπους που μάλλον γι’ αυτόν τον λόγο οδηγούνται σε τόσο σφοδρή σύγκρουση, εν τέλει ο λόγος της σύγκρουσης φαίνεται να είναι στην πραγματικότητα η ομοιότητα και όχι η διαφορετικότητά τους.
Για να μπορέσουν, τελικά, να αντιληφθούν πως η εικόνα που είχαν ο ένας για τον άλλον ήταν εσφαλμένη και ότι οι αρχικές τους εντυπώσεις δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα αλλά βασίζονταν, στην περίπτωση του Ντάρσυ, σε προσχηματισμένες κοινωνικές αντιλήψεις περί ταξικής προέλευσης, και στην περίπτωση της Ελίζαμπεθ σε παραποιημένα κατά κύριο λόγο γεγονότα που σκοπό είχαν να διαβάλουν την εντιμότητα του κυρίου Ντάρσυ, χρειάστηκε να μεσολαβήσει μία σειρά γεγονότων όπου οι ήρωες είχαν την ευκαιρία να έρθουν και να πλησιάσουν οι ίδιοι πιο κοντά.
Με τον τρόπο αυτό, ο κύριος Ντάρσυ είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει την ευστροφία της Ελίζαμπεθ και να διακρίνει πως καμία σχέση με την «ελαφρότητα» του χαρακτήρα των μικρότερων αδελφών και της μητέρας της έχει, και πως σε αντίθεση με εκείνες, μοναδικός της σκοπός δεν ήταν ένας επωφελής γάμος. Από την άλλη, η Ελίζαμπεθ γνωρίζοντας περισσότερο τον κύριο Ντάρσυ και βλέποντάς τον να συναναστρέφεται τη μικρότερη αδελφή του, της επιτράπηκε να δει αυτοπροσώπως τη χαρούμενη πλευρά του, την ευγένεια και την αβρότητα των τρόπων του. Ταυτόχρονα, δόθηκε στον κύριο Ντάρσυ η ευκαιρία να «απολογηθεί» για τις συκοφαντίες που είχε διαδώσει σε βάρος του ο κύριος Γουίκαμ και να διηγηθεί την ιστορία από τη δική του πλευρά, ξεκαθαρίζοντας με αυτόν τον τρόπο το τοπίο το τι πραγματικά είχε συμβεί.
Τέλος, όταν ο κύριος Γουίκαμ και η μικρότερη αδελφή της Ελίζαμπεθ «κλέφτηκαν», ο κύριος Ντάρσυ χωρίς κατά τ’ άλλα να έχει κάποιου είδους υποχρέωση, επειδή ο ίδιος αισθάνθηκε, πως εν μέρει η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ήταν δικό του λάθος, καθώς θα έπρεπε να είχε «ξεμπροστιάσει» από την αρχή τον άπληστο και απατεώνα Γουίκαμ, πλήρωσε στον κύριο Γουίκαμ ένα γενναιόδωρο ποσό προκειμένου να τελεστεί ο γάμος του με τη Λύντια και να διασωθεί έτσι η τιμή και η υπόληψη της οικογένειας Μπένετ. Μάλιστα, το ότι ο κύριος Ντάρσυ ζήτησε να μη γνωστοποιηθεί και να μη γίνει λόγος για την ανάμειξη και τον ρόλο που διαδραμάτισε για την τέλεση του γάμου των Γουίκαμ και Λύντια, έδειξε στην Ελίζαμπεθ πως κάθε άλλο παρά αλαζόνας είναι.
Με αυτόν τον τρόπο, μέσα από όλα αυτά τα συμβάντα, μπόρεσαν τελικά οι δύο ήρωες να αντικρίσουν ο ένας τον άλλον όπως πραγματικά απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε προκατάληψη. Και από εκεί που φαινομενικά έμοιαζε πως δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους μπόρεσαν να αντιληφθούν τις (πολλές) ομοιότητές τους, να έρθουν πιο κοντά ο ένας με τον άλλον και να ερωτευτούν. Υπάρχει κάτι πιο σπουδαίο από αυτό;