Υπάρχουν κάποιοι έρωτες σ’ αυτή τη ζωή, που η τρέλα και το πάθος τους κάνει μοναδικούς μα κι επικίνδυνους, άνεμους που στροβιλίζονται και προκαλούν καταστροφές. Είναι τόσο δυνατοί που το πρέπον γι’ αυτούς είναι να μην προχωρήσουν. Και φυσικά λήγουν σχεδόν πάντα με το πιο περίεργο, αλλοπρόσαλλο και μοναδικό τρόπο γι’ αυτούς που τους ζουν.
Σε έναν τέτοιο ταραχώδες παθιασμένο έρωτα θα αναφερθούμε σήμερα. Σ’ ένα ζευγάρι του ελληνικού θεάτρου που ίσως κάποιοι δε γνωρίζανε πως υπήρξαν ζευγάρι. Σπεράντζα Βρανά και Κώστας Βουτσάς. Μια υπέροχη ταραχώδης ζωή, ένας παθιασμένος έρωτας που έληξε με τον πιο επεισοδιακό τρόπο αλλά όπως θα άρμοζε και στους δυο τους. Ένα ζευγάρι που άφησε το στίγμα της δικής του ερωτικής ιστορίας.
Η γνωριμία τους έγινε το 1959 στη σκηνή του Θεάτρου Ακροπόλ στο οποίο η Σπεράντζα Βρανά πρωταγωνιστούσε. Ο Κώστας Βουτσάς, νεαρός ηθοποιός του θιάσου, πρωτοεμφανιζόμενος, ξεχώριζε ήδη με το ταλέντο του. Η ηθοποιός αργότερα αναφέρθηκε στη γνωριμία τους ως μέσο εκδίκησης με στόχο την ηθοποιό Στέλλα Στρατηγού, την επίσημη σχέση του Κώστα Βουτσά, η οποία πίστευε πως φλέρταρε με πρώην της. Η σχέση των δύο τους, δεν είχε δημοσιοποιηθεί και παρέμεινε κρυφή από όλους.
Όταν έγινε γνωστή κι όπως αναφέρει η ίδια στη βιογραφία της, ο Κώστας Βουτσάς της ανακοίνωσε πως θα έπρεπε να διαλέξει. «Ή αύριο παντρευόμαστε και πάω και καθαρίζω απ’ έξω που περιμένει η Στέλλα, ή στο τέλος της πρόβας, πάμε στο Περιστέρι και λες στη Στέλλα πως δεν έχουμε τίποτα και λάθος της είπαν». Εκείνη αρνήθηκε να τον παντρευτεί αλλά ήταν ήδη αργά και για τους δυο τους. Ένας έρωτας είχε ήδη ξεκινήσει. Εκείνος χώρισε με τη Στέλλα Στρατηγού κι οι δυο τους έγιναν επίσημα πια ζευγάρι.
Η Σπεράντζα Βρανά ήταν μια γυναίκα «μαγκάκι». Ταραχώδης βίος, πάθη και δόξα. Γυναίκα που ρούφηξε τη ζωή. Δεν την άγγιζαν τα πρέπει και τα μη. Πληθωρική κι όμορφη, απελευθερωμένη από ηθικούς δεσμούς, μιλούσε ανοιχτά για τον έρωτα. Μια γυναίκα ελεύθερη από σκέψεις κι ιδέες μέχρι το τέλος της ζωής της. Η ίδια έλεγε για τον εαυτό της: «Είμαι ισορροπημένο άτομο γιατί γαμήθηκα καλά τον καιρό που έπρεπε. Αγαπήθηκα, ερωτεύτηκα, χόρτασα τις ηδονές κι έτσι δεν έχω απωθημένα. Γύρισα. Ταξίδεψα. Είμαι «πλήρης ημερών», ακόμα το κάνω όποτε μπορώ. Είμαι επίσης γεμάτη από χειροκρότημα για τη δουλειά μου. Τι άλλο να ζητήσω; Μόνο μου παράπονο ότι δυσκολεύομαι πια να βγαίνω βόλτα στις βιτρίνες.»
Ο Κώστας Βουτσάς ήταν ένας μπον βιβέρ της εποχής του. Γοητευτικός, πετυχημένος, ταλαντούχος, αιώνιος έφηβος. Γυναικοκατακτητής, ο ίδιος έλεγε για τις γυναίκες: «Δυο πράγματα αγαπούσα: γυναίκες και θέατρο. Ούτε τζόγο έπαιζα, ούτε ουσίες πήρα. Εγώ τη γυναίκα τη θεωρώ το άπαν, αυτή έφτιαξε τη φύση, όχι ο άντρας. Η γυναίκα έφτιαξε τον κόσμο.»
Ο έρωτας της Σπεράντζας και του Κώστα πέρασε από μύρια κύματα. Μια σχέση που τα είχε όλα. Πάθος, έρωτα, ζήλια, απιστίες, γλύκες, καβγάδες, χωρισμούς, επανασύνδεση. Μια παράφορη, λατρεμένη σχέση. Οι καβγάδες μεταξύ τους με αφορμή τη ζήλια τους ήταν πολλοί και συχνοί αλλά όπως δήλωσε στην αυτοβιογραφία της η Σπεράντζα Βρανά «Αυτά τα μικροκαβγαδάκια είχαν σαν αποτέλεσμα να τη βρίσκουμε πιο ωραία ερωτικά και πρέπει να ομολογήσω πως ο Κώστας ήταν τέλειος ως εραστής· τρυφερός, γλυκός και καλοσυνάτος».
Εκείνον τον ενοχλούσε η πληθωρική παρουσία και το ταμπεραμέντο της ξεσπώντας. «Γιατί κάθεσαι στο καμαρίνι με τη ρόμπα ανοιχτή και φαίνεται το πόδι σου;» Καβγάς. «Γιατί σου μίλησε ο τάδε συνάδελφος;» Καβγάς. Εκείνη περιγράφει: «Ο Κώστας γύριζε τότε τον «Κατήφορο» κι ήθελε να πηγαίνω κι εγώ στο γύρισμα. Κάνα δυο φορές με τσάντισε, γιατί σαν να προσπαθούσε να μου δείξει ότι η Λάσκαρη τον ήθελε. Θύμωσα και την άλλη μέρα δεν πήγα στο γύρισμα και βγήκα με τον Βουτσαρά, τον τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού· πήγαμε στη Βάρκιζα και φάγαμε. Γύρισα στο σπίτι κατά τις πέντε, ο Κώστας είχε γυρίσει, δε με βρήκε κι είχε αφρίσει. Ήταν ο πρώτος μεγάλος μας καβγάς. Και τα ξαναφτιάξαμε όπως ήταν φυσικό στο κρεβάτι. Ναι τέτοιος κωλοχαρακτήρας ήμουν, όσο ήταν εντάξει ο Κώστας ήμουν κι εγώ, μόλις μου κουνιόταν, αμέσως τον κεράτωνα».
Το τέλος ήρθε με το πιο περίεργο τρόπο, αλλά ίσως και να ήταν ένα τέλος που μόνο οι δυο τους θα μπορούσαν να είχαν χαράξει για τη σχέση τους. Εκείνος της έκανε πρόταση γάμου λέγοντας πως όταν παντρευτούν θα πρέπει να εγκαταλείψει το θέατρο καθώς δε θα του άρεσε να είναι η γυναίκα του στη σκηνή και να βλέπουν τα πόδια της. Η Σπεράντζα δεν μπορούσε να αποχωριστεί την αγάπη της για το θέατρο κι έτσι μετά από 4,5 χρόνια η σχέση τους έληξε οριστικά. Το 1965 δέχτηκε το προσκλητήριο του γάμου του με την Έρρικα Μπρόγιερ. Η αντίδρασή της: «Αυτό είναι γκραν γκινιόλ» (έργο φρίκης).
Κι ενώ οι σχέσεις είχαν κλονιστεί στην πάροδο των χρόνων αποκαταστάθηκαν. Άλλωστε η Σπεράντζα Βρανά είχε βρει τον έρωτα της ζωής της στο πρόσωπο του Παύλου Πατάκα. Έναν έρωτα που κράτησε μέχρι τον θάνατο εκείνου.
Κι αν η ζωή στο διάβα της μας φέρνει έρωτες μεγάλους και δυνατούς, έρωτες που γράφουν τη δική τους ιστορία, εκείνο που μένει στο τέλος ακόμα κι όταν αυτοί περάσουν, είναι η δύναμη να μπορείς να συγχωρείς και να ξέρεις πως ό,τι και να γίνει οι άνθρωποι που αγαπιούνται δε χάνονται ποτέ. Να μπορείτε να γίνετε ιστορία με αναμνήσεις που θα τις διηγείστε, να ζείτε παράφορα και δυνατά, ακραία κι επικίνδυνα τους έρωτές σας, όπως η Σπεράντζα Βρανά και ο Κώστας Βουτσάς. Άλλωστε κανένα τέλος δεν έρχεται με άδεια χέρια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου