«Η ζωή είναι σαν να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι. Αλλιώς αισθάνεσαι όταν ξεκινάς, αλλιώς όταν πλησιάζεις προς το τέλος.» Μέσα σ’ αυτό το ταξίδι του Δημήτρη Χορν υπήρξε μια συνταξιδιώτισσα πού για λίγο έμελλε να βρεθεί σε κοινό προορισμό μαζί του. Εκείνη του ζήτησε να τη συνοδεύσει, αλλά εκείνος άλλαξε πορεία. Η Εντίθ Πιαφ, μια Παριζιάνα η οποία πέρασε τα παιδικά της χρόνια συνοδεύοντας τον πατέρα της σε περιοδείες τσίρκου με το τραγούδι της, σε ηλικία 15 ετών επιστρέφει στο Παρίσι για να κυνηγήσει τα όνειρά της. Εκεί αποκτά μια κόρη, τη Μαρσέλ με τον Λουί Ντιπόν που της ζητά ως αντάλλαγμα ν’ αφήσει το τραγούδι για να βρει μια κανονική δουλειά.

Εκείνη δεν υπέκυψε στις πιέσεις του κι έτσι οι δρόμοι τους χώρισαν ήπια. Ήταν τόσο φτωχή που κατηγορήθηκε ότι κοιμόταν με διαφορετικούς άντρες για να κήδεψει την κόρη της, η οποία τελικά έφυγε γρήγορα από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 2 ετών. Η Πιάφ τραγουδά στους δρόμους της Πιγκάλ, ώσπου γνωρίζει τον Lui lei, ο οποίος την παροτρύνει να μετονομαστεί σε Piaf, από Εντίθ Τζιοβάνα Γκασιόν, που σημαίνει σπουργίτι. Από σπουργίτι τη μεταμορφώνει σε κύκνο με νέα εμφάνιση και νέα ρούχα. Αυτό που έμεινε αναλλοίωτο ήταν ο τρόπος που τραγουδούσε.

Όταν ο Lei δολοφονείται, την άνοιξη του ’36, η ίδια επιστρατεύει τη δύναμή της στις ερμηνείες της και κατακτά παγκόσμια καταξίωση. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1946 το σπουργίτι Piaf γνωρίζει τον 25χρονο αετό Δημήτρη Χορν. Για να περιγράψω την πορεία του αετού αυτού, θα δανειστώ τη δική του αυτοβιογραφική αφήγηση:

«Γεννήθηκα το 1921, στις 9 Μαρτίου, στην Αθήνα, Ο πατέρας μου λεγόταν Παντελής κι η μητέρα μου Ευτέρπη. Έχω έναν αδελφό, τον Γιάννη, δέκα χρόνια μεγαλύτερό μου. Εγώ ήρθα στη ζωή μετά τον θάνατο του μοναδικού κοριτσιού που είχαν οι γονείς μου, της Νανάς. Ο Γιάννης κι η Νανά είχαν διαφορά ενός έτους. Όταν πέθανε η Νανά, σε ηλικία επτά ετών, ο πατέρας κι η μητέρα θέλησαν να την αντικαταστήσουν. Περίμεναν, λοιπόν, ότι το παιδί που θα ‘ρθει θα είναι κορίτσι. Δυστυχώς, δεν ήταν. Ήμουν εγώ!. Το όνομα Χορν δε μοιάζει καθόλου ελληνικό. Ναι, η καταγωγή μου από τη μεριά του πατέρα μου δεν είναι ελληνική. Ο παππούς μου ήταν Αυστριακός. Οι Χορν δεν είμαστε από τους Βαβαρούς που ήρθαν με τον Όθωνα. Ο πατέρας του πατέρα μου ήρθε πολύ αργότερα στην Ελλάδα. Ερωτεύτηκε τη γιαγιά μου, βέρα Ελληνοπούλα, και την παντρεύτηκε. Τα πρώτα χρόνια μετά τον γάμο τους έζησαν στην Τεργέστη. Εκεί γεννήθηκαν και οι πατέρας μου και ο αδελφός του.»

Ίσως αυτή η αυστροελληνική μίξη ήταν που γοήτευσε την Πιαφ με το που τον αντίκρισε μετά το Sold out ρεσιτάλ της στο θέατρο Κοτοπούλη, εκείνη τη μέρα. Εκείνος αριστοκρατικός, αλλά και ταυτόχρονα αρσενικό λαϊκής στόφας, ιδιαίτερα αγαπητός στις γυναίκες, ντυμένος πάντα στην πένα συνδέοντας την παλιά Αθήνα με τον μοντέρνο Ευρωπαίο, έκανε την καρδιά της πια να φτερουγίσει.

Εκείνος τότε ήταν παντρεμένος με την πρώτη του γυναίκα, Ρίτα Φιλίππου, αν και από ό,τι ο ίδιος είχε εξομολογηθεί και στην ίδια, την απατούσε συνεχώς. Η Εντίθ Πιάφ μέσα από τις επιστολές της σ’ εκείνον δείχνει τη συναισθηματική της ένταση και την ακαταμάχητη έλξη που της ασκούσε. Μία από τις ερωτικές της επιστολές δημοπρατήθηκε για 1.500 ευρώ από τον οίκο “Πέτρος Βέργος”. Σε δημοσιευμένη πια επιστολή της κάθε λέξη αποκρυπτογραφεί το ερωτικό συναίσθημα που ρέει χειμαρρωδώς μέσα της όταν τον σκέφτεται.

«Σ΄ αγαπώ όσο δεν αγάπησα κανέναν. Τάκη, μη μου πληγώσεις την καρδιά. Θα έρθω εγώ κοντά σου τον Νοέμβριο, κανείς στον κόσμο δε θα με εμποδίσει να έρθω στην Αθήνα, όμως αυτό που πρέπει να κάνεις χωρίς δισταγμό είναι να έρθεις στην Αμερική τον Δεκέμβριο, έτσι θα ξανασμίξουμε εκεί. Από εκεί ελπίζω να σε φέρω στο Παρίσι, που όταν το γνωρίσεις θα το αγαπήσεις όσο κι εγώ. Θα μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο και πιστεύω επίσης πως σε καταλαβαίνω πολύ καλά. Ξέρω πώς είμαι ικανή να τα παρατήσω όλα για σένα. Θα σε περιμένω όσο καιρό θα χρειαστεί. Δεν έχω αγαπήσει άλλον άνθρωπο όσο εσένα. Μην αφήσεις την καρδιά μου να πεθάνει.»

Τι άραγε να της αποκρίθηκε εκείνος πριν χαρίσει την αγάπη του στην Άννα Γουλανδρή; Ίσως σ’ αυτό να μας απαντήσει η δική του άποψη για τον έρωτα και την αγάπη: «Η διαφορά μεταξύ του έρωτα και της αγάπης είναι ότι στον έρωτα ικανοποιείς τον εαυτό σου ενώ στην αγάπη λησμονείς τον εαυτό σου.» Αυτή που τον έκανε να λησμονήσει τον εαυτό του και τις άλλες γυναίκες ως το θάνατό της ήταν η Άννα Γουλανδρή. Όσο για το σπουργιτάκι, κούρνιασε στην αγκαλιά του Μαρσέλ Σερντάν ώσπου έχασε τη ζωή του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα τον Οκτώβριο του 1949.

Για την ίδια ένα είναι το σίγουρο, που το τραγούδησε πολλάκις: «Non Je Ne Regrette Rien» (Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα). Είναι ωραίο να ερωτεύεσαι και να το εκδηλώνεις χωρίς να μετανιώνεις, ακόμη κι αν δε βρίσκεις την ανταπόκριση που προσδοκάς.

 

Πηγή φωτογραφίας

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ευαγγελία Τόλη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου