Η όπερα «Τριστάνος και Ιζόλδη» (Tristan und Isolde) του διάσημου Γερμανού συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ υμνεί τον υπερβατικό έρωτα. Έναν έρωτα που αγωνίζεται μεταξύ ζωής και θανάτου. Μια ιστορία αγάπης, που γεννιέται μέσα από συμπτώσεις και παρεξηγήσεις. Που εκτυλίσσεται σε λάθος τόπο και χρόνο, με μια μόνο επιλογή· το θάνατο. Μόνο αυτός θα ενώσει για πάντα τις ζωές των μυθικών ηρώων. Μόνο η αιωνιότητα του θανάτου θα καταφέρει να εκπληρώσει το ανεκπλήρωτο του έρωτα αυτού.
Πρόκειται για έναν μύθο της κελτικής παράδοσης, που τραγουδούσαν τροβαδούροι του 12ου και 13ου αιώνα. Την ίδια εποχή η ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης έγινε ποίημα απ΄ το Γερμανό ποιητή Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ, στο οποίο βασίστηκε ο Βάγκνερ για να γράψει το λιμπρέτο του. Πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία του συγκεκριμένου έργου, αποτέλεσε περαιτέρω κι ο παθιασμένος, πλατωνικός έρωτάς του για τη νεαρή ποιήτρια Ματίλντε Βέσεντονγκ. Ταυτόχρονα, βαθιά επηρεασμένος απ΄ τη φιλοσοφία και τις θέσεις του πεσιμιστή Σοπενχάουερ, που υποστήριζε ότι: «η είσοδός μας στη ζωή γίνεται με δάκρυα, η πορεία της είναι κατά βάθος πάντοτε τραγική και το τέλος της ακόμα περισσότερο», ολοκλήρωσε το λυρικό τρίπρακτο δράμα του, τη χρονική περίοδο των ετών 1857–1859.
Η εν λόγω όπερα του Βάγκνερ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Βασιλικό Θέατρο του Μονάχου, το 1865. Σήμερα αποτελεί μια απ’ τις διασημότερές του. Η επιβλητική μουσική επένδυση, με την οποία «έντυσε» την ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης, επέτεινε το δράμα, φέρνοντας τους θεατές του στα όρια της απόγνωσης. Εξάλλου αυτό ήταν και το ζητούμενό του. Επιθυμούσε με κάθε τρόπο να τους κάνει να αισθανθούν, όλα όσα ένιωθαν οι μυθικοί του ήρωες. Τον πόθο του ενός για τον άλλον, τη μάχη με τον εαυτό τους, την απόγνωση, τον πόνο για έναν έρωτα που δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί αλλά και την εξιλέωση. Ήθελε να ζήσουν οι ίδιοι το μύθο του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Ένα μύθο που εμφανίστηκε με αρκετές παραλλαγές, όμως ο βασικός πυρήνας της υπόθεσης παρέμενε πάντοτε ο ίδιος· τα παιχνίδια της μοίρας κι ο έρωτας που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης φύσης και λογικής.
Ο Τριστάνος, ιππότης απ’ την Κορνουάλη, ανέλαβε να συνοδεύσει την Ιρλανδή πριγκίπισσα Ιζόλδη στο θείο του, Βασιλιά Μάρκο της Κορνουάλης, που επρόκειτο να την παντρευτεί παρά τη θέλησή της. Η μοίρα, ήδη, τους είχε φέρει κοντά. Σιωπηλοί κι οι δύο, κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, μέχρι που ξεκίνησαν να λογομαχούν έντονα, κρύβοντας, μ’ αυτό τον τρόπο, το πάθος ανάμεσά τους. Αποφάσισαν να πιουν δηλητήριο για να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Όμως η έμπιστη ακόλουθος της Ιζόλδης, βλέποντάς την με τον Τριστάνο και αντιλαμβανόμενη την εκρηκτική χημεία ανάμεσά τους, αντικατέστησε το δηλητήριο μ’ ένα ερωτικό φίλτρο. Το ήπιαν κι οι δυο από ένα ποτήρι, δίχως να γνωρίζουν το διαφορετικό περιεχόμενό του. Κι έτσι, για πρώτη φορά, ομολόγησαν ο ένας στον άλλον τον παράφορο έρωτά τους.
Μια νύχτα, στ΄ ανάκτορα του Βασιλιά Μάρκου, όταν αυτός έλειπε σε νυχτερινό κυνήγι, το ζευγάρι συναντήθηκε κρυφά. Τη νύχτα εκείνη οι καρδιές τους ορκίστηκαν αιώνια αγάπη. «Θέλω να σε παρασύρω εκεί κάτω, μαζί μου στα βάθη της νύχτας, όπου η καρδιά μου μου υπόσχεται το τέλος του λάθους, εκεί που εξαφανίζεται η τρέλα της διαισθανόμενης αυταπάτης», είπε η Ιζόλδη στον αγαπημένο της Τριστάνο.
Το σκοτάδι που κάλυπτε τον έρωτά τους διαδέχθηκε το φως της αυγής, μαζί με την προδοσία του Μέλοτ, έμπιστου φίλου του Τριστάνου. Ο Μέλοτ, δυστυχώς, είχε αποκαλύψει στο Βασιλιά Μάρκο τον «σκοτεινό» έρωτα του ζευγαριού. Ο Βασιλιάς ζήτησε το λόγο απ΄ τον Τριστάνο για την προδοσία αυτή σε βάρος του.
«Αυτό που εσύ ζητάς να μάθεις, δε θα το καταλάβεις ποτέ», του απάντησε ο Τριστάνος. Κι απευθυνόμενος στην Ιζόλδη, τη ρώτησε αν δέχεται να τον ακολουθήσει για πάντα στο θάνατο.. Εκείνη του έγνεψε καταφατικά.
Ακολούθησε συμπλοκή μεταξύ του Μέλοτ και του Τριστάνου, ο οποίος και τραυματίστηκε σοβαρά. Είχε παραμείνει ακίνητος, δίχως να προσπαθήσει να αμυνθεί ώστε να σώσει τον εαυτό του. Ξεψύχησε στην αγκαλιά της αγαπημένης του, με τ΄ όνομά της ν΄ ακούγεται απ΄ τα χείλη του. Η πριγκίπισσά του προσπάθησε να τον επαναφέρει στη ζωή, αλλά δεν το κατάφερε. Κράτησε, όμως, την υπόσχεση που του ΄χε δώσει νωρίτερα. Τον ακολούθησε για πάντα στο θάνατο. Ελεύθεροι πια κι οι δυο αφέθηκαν στην «αγκαλιά» του θανάτου, για να «ζήσουν» μαζί τη δική τους αιωνιότητα.
Πολλές διάσημες προσωπικότητες υπήρξαν θαυμαστές του Βάγκνερ και λάτρεις της εμβληματικής αυτής όπερας «Τριστάνος και Ιζόλδη». Ειδικά ο Φρίντριχ Νίτσε, με τον οποίο ο Βάγκνερ είχε αναπτύξει μια αμφιθυμική σχέση, χαρακτήρισε την ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης ως «μια ανατριχιαστική και μακάρια αίσθηση απείρου». Ίσως επειδή έτσι πρέπει να ΄ναι ο έρωτας. Ανατριχιαστικός, μακάριος κι απέραντος μέσα στη δική του αιωνιότητα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου