Εκείνη, όμορφη, μελαχρινή, με υπέροχο και φωτεινό πρόσωπο, συνοδευόμενο από ένα άκρως διαπεραστικό βλέμμα. Γνωστή και σαν «τα ωραιότερα και συνάμα μελαγχολικά γαλαζοπράσινα μάτια του ελληνικού σινεμά». Εκείνος, ψηλός, μελαχρινός, καρατερίστας και, παρότι ανερχόμενος ηθοποιός του θεάτρου τέχνης τότε, υπήρξε βαθιά πολιτικοποιημένος στον χώρο της αριστεράς.
Δύο υπέροχοι, διαχρονικοί κι επαγγελματίες ηθοποιοί που δε θα μπορούσαν να ‘χουν συναντηθεί κάπου αλλού, παρά σε ένα κινηματογραφικό πλατό υπό τον ήχο «των πολυβόλων». Γνωρίστηκαν, ουσιαστικά, το φθινόπωρο του 1967 στα γυρίσματα της ταινίας «Κονσέρτο για Πολυβόλα» της Φίνος Φιλμ. Ο Ντίνος Δημόπουλος –που υπήρξε σκηνοθέτης της ταινίας– είχε κλείσει ήδη την ενζενί κι ήταν στην αναζήτηση του συμπρωταγωνιστή της, ο οποίος θα υποδυόταν έναν γοητευτικό λοχαγό του ελληνικού στρατού, τον οποίο η πρωταγωνίστρια θα ερωτευόταν.
Αν κι η πρώτη τους γνωριμία υπήρξε πολύ καιρό πριν συμπρωταγωνιστήσουν στην ταινία, δεν είχε υπάρξει ερωτική έλξη μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η –ήδη– διάσημη Καρέζη ήταν ακόμη παντρεμένη με τον γνωστό δημοσιογράφο και συγγραφέα Ζάχο Χατζηφωτίου. Ως επαγγελματίες ηθοποιοί είχαν συναντηθεί φυσικά στα μαγικά μονοπάτια του θεάτρου. Χαρακτηριστικά ο Κώστας Καζάκος έχει δηλώσει: «Είχαμε συναντηθεί τουλάχιστον δύο φορές μέσα απ’ τη δουλειά. Την έπιανα το πρωί να μαθαίνει τα λόγια της στο καμαρίνι όπου βαφόταν. Σαν να μην συνέβη. Σαν να μην είχαμε ιδωθεί. Αλλού κοίταγε ο ένας, αλλού ο άλλος.»
Ο έρωτάς τους κεραυνοβόλος κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να μην είναι όταν ο τότε νεαρός κι ανερχόμενος Καζάκος είχε μπροστά του μια σταρ της εποχής με τόσο ισχυρή προσωπικότητα και μεγαλείο ψυχής κι όταν αυτή η σταρ είχε απέναντί της έναν τόσο έξυπνο, ατόφιο και ταλαντούχο άνθρωπο; Στα διαλείμματα των γυρισμάτων συνήθιζαν να παίζουν τάβλι κάτω από μια ελιά για να περάσει η ώρα. Εκείνη τη Δευτέρα του Οκτωβρίου, στα Ίσθμια, κάπου ανάμεσα στα πούλια, τις γραμμές και τα βλέμματα γεννήθηκε ο έρωτάς τους. Ξεκίνησε μια καινούργια παρτίδα τάβλι που διάρκεσε 26 χρόνια.
Όταν τον γνώρισε ήταν ήδη μια σταρ που απολάμβανε την καταξίωση στην κοσμική Αθήνα. Η γνωριμία τους ήρθε στην πιο ώριμη στιγμή της ζωής της. Παρ’ όλη την επιτυχία που γνώριζε ήταν προσγειωμένη, κατασταλαγμένη κι αληθινή. Δε δίστασε μάλιστα να χωρίσει με τον γνωστό τότε δημοσιογράφο, απ’ το να συμβιβαστεί σε μία σχέση που δε θα ήταν αυτό που είχε στο μυαλό της.
«Εγώ δεν είμαι για το λίγο» συνήθιζε να λέει η Καρέζη κι όταν βρήκε επιτέλους το «πολύ» της, αφέθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τον πρώτο καιρό θέλησαν να κρατήσουν κρυφή τη σχέση. Την αποκάλυψαν αφότου έζησαν τον έρωτά τους μακριά απ’ τα φώτα της δημοσιότητας και σιγουρεύτηκαν για εκείνη τη σπίθα ανάμεσά τους που εξελίχθηκε σε λαίλαπα. Ήθελε, λόγω του προηγούμενου αποτυχημένου γάμου με τον Χατζηφωτίου, όταν κάνει ξανά το επόμενο βήμα, να φτιάξει μια αληθινή οικογένεια. Κι έτσι έγινε! Ο Κώστας κι η Τζένη δέθηκαν με τα ιερά δεσμά του γάμου στις 5 Αυγούστου του 1968 έχοντας δίπλα τους λίγους καλούς φίλους και συγγενείς σε μια αθόρυβη τελετή μακριά από φλας, κάμερες, κίτρινους τύπους και κοσμικές δεξιώσεις.
Φύσει αντισυμβατική η Καρέζη παντρεύτηκε τον εκλεκτό της καρδιάς της παρά τις έντονες πιέσεις που ασκήθηκαν στον Καζάκο απ’ την τότε ελληνική αστυνομία για να ακυρώσει το γάμο λόγω των αριστερών πολιτικών του πεποιθήσεων. Φορώντας ένα λευκό μίνι νυφικό έλαμπε από ευτυχία που επιτέλους είχε βρει τον άνθρωπό της, πήγε με τα πόδια στην εκκλησία κι αρκέστηκε σ’ ένα οικογενειακό δείπνο στο μπαλκόνι του σπιτιού τους μετά το πέρας του μυστηρίου. Σταρ κι αντιστάρ ταυτόχρονα!
Την ευτυχία του ζευγαριού επισφράγισε σχεδόν ένα χρόνο μετά, τον Απρίλιο του 1969, ο ερχομός του γιου τους, Κωνσταντίνου. Με το γεγονός αυτό κι οι δύο κλήθηκαν να παίξουν τον μεγαλύτερο και σημαντικότερο ρόλο της ζωής τους και να δώσουν όλο τους το είναι στον άνθρωπο που δημιούργησε η δική τους αγάπη. Μένοντας αχώριστοι, είχαν μεγάλη αδυναμία στον μοναχογιό τους και στον ελεύθερο χρόνο εκμεταλλευόντουσαν κάθε περίσταση, προκειμένου να περάσουν δημιουργικά και ποιοτικά τις στιγμές τους.
Υπήρξαν μια ζεστή, δεμένη και πραγματική οικογένεια. Ένα ισορροπημένο ανδρόγυνο που δεν έβαλε μπροστά το εγώ και τις εισπράξεις απ’ τις παραστάσεις και τις ταινίες. Δε δημιούργησαν τεχνάσματα για επικοινωνιακούς λόγους κι εξώφυλλα. Η υποκριτική τους δεινότητα παρέμεινε στον χώρο του θεάτρου. Μόλις το φως έσβηνε, η κουίντα έπεφτε και το χειροκρότημα τελείωνε, η υποκρισία κι οι ρόλοι έφευγαν μακριά. Η γνωριμία, ο έρωτας κι η κοινή τους διαδρομή υπήρξε σαν ένα εισιτήριο με προορισμό την κορυφή, με κοινό στόχο τη φροντίδα και την αγάπη για τον γάμο τους και το παιδί. Υπήρξαν πρώτα γονείς, μετά ζευγάρι κι έπειτα δυο ξεχωριστές οντότητες με καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Ένα υπέροχο ζευγάρι που αποτέλεσε πρότυπο για τη στήριξη που έδινε ο ένας στον άλλον αλλά και για τον τρόπο που διαχειρίστηκαν τις ζωές τους. Πέρα απ’ τον έρωτα που καθετί άλλο ισοπεδώθηκε στο πέρασμά του, έδιναν βάση στο να εξελιχθεί ο ένας μέσα απ’ τον άλλον. Η ηθοποιός με τα πιο όμορφα μάτια του ελληνικού κινηματογράφου απ’ τη μέρα που γνώρισε τον Κώστα Καζάκο άλλαξε πολύ κι ως άνθρωπος. Πολιτικοποιήθηκε κι αναθεώρησε τόσο προσωπικά όσο κι επαγγελματικά, αλλάζοντας ακόμα και ρεπερτόριο, που πια περιλάμβανε πιο ποιοτικά και κλασικά έργα.
Η Τζένη ήταν ανέμελη πριν γνωρίσει τον Καζάκο. Άρχισε πια να εστιάζει στην ουσία και να βλέπει τι γίνεται γύρω της. Άρχισε ν’ απεχθάνεται την αυλή των τότε πρωταγωνιστών και να στέκεται στα σημαντικά που ο κάθε δρόμος έφερνε μπροστά. Κι ο Καζάκος κατάφερε να μαλακώσει έχοντας δίπλα του μια τέτοια γυναίκα κι ίσως συνειδητοποίησε πως όσους μεγάλους ρόλους κι αν παίξεις στο θέατρο, πάντα εκείνος του συζύγου και του πατέρα θα τους υπερνικά όλους. Και τα κατάφερε εξίσου καλά σε όλους τους ρόλους. Ο ένας παρακινούσε τον άλλον να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι κι ηθοποιοί αποζητώντας μαζί την αλήθεια, τη σημασία της στιγμής με λίγους και καλούς φίλους μακριά από κάθε ψέμα και σκάνδαλο. Τόσο ο Κώστας όσο κι η Τζένη γνώριζαν πολύ καλά πως ηθοποιός είναι εκείνος που ποιεί ήθος και φρόντισαν να το ακολουθήσουν και να το αποδείξουν σε όλα το φάσμα και την πορεία της κοινής τους ζωής.
Ακόμα κι όταν το τέλος της κοινής καλλιτεχνικής και προσωπικής τους πορείας άρχισε να αχνοφαίνεται, όταν η Τζένη Καρέζη βρέθηκε αντιμέτωπη με τον καρκίνο, ο ένας ήταν στήριγμα για τον άλλον με τον απόλυτο ορισμό της ανιδιοτελούς αγάπης. Τέσσερα χρόνια πάλεψαν μαζί, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ ο ένας τον άλλον σε αυτήν την προσπάθεια, δίνοντας μια άνιση μάχη με περίσσια δύναμη. Όλο αυτό που έχτισαν κι οι τρεις μαζί ως οικογένεια μάλλον το ζήλεψε ο θάνατος και τα λαμπερά μάτια της Τζένης Καρέζη έσβησαν στις 27 Ιουλίου του 1992 στο σπίτι της, δίπλα στους ανθρώπους της, αφήνοντας πίσω μια σπουδαία καλλιτεχνική κι οικογενειακή παρακαταθήκη.
Ένας μεγάλος έρωτας μπροστά και πίσω απ’ τις κάμερες, που όσοι μεγάλωσαν βλέποντας αυτούς τους δύο υπέροχους ηθοποιούς να εξελίσσονται και να δημιουργούν αυτή την ευτυχισμένη οικογένεια έβαλαν ως στόχο ζωής να ζήσουν έναν τέτοιον έρωτα που δεν αποτυπώνεται σε καρέ, ούτε περιγράφεται με λέξεις σε φυλλάδες, παρά μόνο συνοψίζεται σε εκείνα τα λόγια που η ίδια η Τζένη σε μία από τις τελευταίες της συνεντεύξεις δήλωσε για τον άντρα της ζωής της και περιγράφουν τη σχέση τους: «Θα ήθελα να είχα γνωρίσει πιο πριν τον Κώστα. Να είχα κερδίσει τα χαμένα χρόνια. Τίποτα άλλο. Βλέπεις, εγώ σε όλη μου τη ζωή περίμενα τον Καζάκο. Δεν τον είχα βρει και περιπλανιόμουν.».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη