Από την ώρα που γεννιόμαστε, αποκτούμε επιθυμίες. Λαχταρά η ψυχούλα μας να ζήσει κάτι, να βιώσει εμπειρίες και να ρουφήξει τη ζωή στο έπακρο. Οι περισσότεροι έχουμε μάθει να θέλουμε κάτι έντονα μέχρι να το αποκτήσουμε, μετά από λίγο αρχίζουμε να βαριόμαστε και να θέλουμε να κατακτήσουμε άλλον στόχο. Έτσι δεν κάνουμε και στο παιχνίδι του έρωτα;
Λαχταράμε πολύ έναν άνθρωπο, παλεύουμε πολύ για να τον κατακτήσουμε και να τον κάνουμε να έχει μάτια μόνο για μας, μέχρι να έρθει η στιγμή όντως ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτό που νιώθουμε. Όταν έρθει αυτή η στιγμή όμως, πόσο έτοιμοι είμαστε να το ανταποδώσουμε και ν’ αφήσουμε τους εαυτούς μας ελεύθερους να το ζήσουν; Ενδεχομένως να είναι βολικότερο να βάζουμε εμπόδιο και πάλι να βρίσκουμε προβλήματα που θα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τελικά δεν το θέλαμε πολύ αυτό που νομίζαμε ότι θέλαμε. Κι αυτό γιατί όταν τελειώσει -αν τελειώσει- δε θα πονέσει.
Είναι περίπλοκος ο ανθρώπινος εγκέφαλος∙ θέλει ό,τι δεν έχει κι αν το έχει παύει να το θέλει. Αν πάλι έχει κάτι που θέλει, προτιμάει να το υποτιμάει έτσι ώστε αν το χάσει, να μην υποφέρει, χωρίς να σκεφτεί ότι απλώς μπορεί να κάνει το καλύτερο δυνατό για να το κρατήσει. Το έχεις ακούσει χιλιάδες φορές, όσοι κι οι αιώνες που μετρούν την ύπαρξή του ως φαινόμενο. Διότι, το ανθρώπινο είδος, από την πρώτη του εμφάνιση στη γη, είχε την ιδιότητα του κυνηγού. Έπρεπε να κυνηγήσει τα θηράματά του ώστε να μπορέσει να επιβιώσει, να τραφεί και να προχωρήσει τη ζωή του. Επιβίωνε ακριβώς από το παιχνίδι θηράματος-θηρευτή.
Αυτή είναι μια αίσθηση που έχει μείνει έντονη μέσα μας -σαφώς έχει μεταλλαχθεί με την εξέλιξή μας- και κρατά ενεργό το κομμάτι της φιλοδοξίας, του επόμενου στόχου, της κατάκτησης, ακόμη και σήμερα, αφού ανεβάζει την αδρεναλίνη μας στα ύψη και μας κινητοποιεί να θέτουμε μονίμως νέους προορισμούς -συναισθηματικά κι από περιέργεια πια κι όχι για την επιβίωσή μας- προς εξερεύνηση.
Ακριβώς αυτή η τελευταία παράμετρος είναι που στο τέλος μας κάνει να μη θέλουμε- τουλάχιστον στην ίδια ένταση- αυτό που μέχρι πρότινος κυνηγούσαμε με όλη μας τη δύναμη. Ενδέχεται, λοιπόν, να αισθάνεσαι πως ο ρόλος σου έχει τελειώσει εδώ, επειδή κατέκτησες τον στόχο που είχες θέσει, οπότε δίνεται εντολή στην υπόφυση να σταματήσει να νιώθει με την ίδια ένταση την επιθυμία.
Πηγαίνοντας σε πιο προφανή μονοπάτια, επιστρέφουμε στο πολύ διαδεδομένο «δε θα πετύχει οπότε δε θ’ αφεθώ εξαρχής». Έτσι, προετοιμαζόμαστε ψυχολογικά ότι η προσπάθειά μας δε θα αποφέρει καρπούς και το κάνουμε με σκοπό να μη θιχτεί η ασπίδα προστασίας του εγώ στην ενδεχόμενη μη ανταπόκριση. Χτίζουμε βήμα-βήμα μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία στην οποία δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσουμε έναν έρωτα όπως τον θέλουμε. Όμως, μ’ αυτό το σκεπτικό του «μαξιλαριού» αποτρέπουμε τον εαυτό μας από το πραγματικό. Οπότε, όταν το άλλο άτομο ανταποκρίνεται στις προσπάθειές μας, δεν το βλέπουμε, δεν το αντιλαμβανόμαστε και το αμφισβητούμε, αφού προετοιμαστήκαμε για το αντίθετο.
Σίγουρα στο παιχνίδι του έρωτα υπάρχουν ανατροπές και πολλά σκαμπανεβάσματα. Δεν είναι όλα ρόδινα ούτε τα βιώνουμε και τ’ αντιμετωπίζουμε όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο, αλλά ίσως να γινόταν όλα πιο απλά αν αποδεχόμασταν πως είναι καμιά φορά στο πρόγραμμα να μη λειτουργήσει, όπως στο πρόγραμμα είναι να ερωτευτούμε έναν άλλον άνθρωπο. Όμως, είναι και στο πρόγραμμα να ανταποκριθεί κάποιος στον έρωτά μας, έτσι απλά κι όμορφα. Χωρίς να χρειαστεί να βρούμε χίλιους λόγους για να μη συμβεί.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου