Οι άνθρωποι από την πρώτη στιγμή που ήρθαν στον κόσμο προσπαθούν να γίνουν καλύτεροι, τόσο από τον ίδιο τους τον εαυτό όσο κι από τους άλλους. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια αναζητούν να μάθουν ποιος έχει το καλύτερο μερίδιο σ’ αυτόν τον κόσμο, ποιος έχει την περισσότερη τύχη και ποιος είναι περισσότερο ευτυχισμένος.
Πολλά είναι τα βιβλία που έχουν γραφτεί γι’ αυτά τα θέματα και προσπαθούν να βρουν αν η πολυπόθητη μοιρασιά της τύχης έγινε με δίκαιο τρόπο. Ο Όσκαρ Ουάιλντ στο γνωστό του μυθιστόρημα «Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», μυθιστόρημα στο οποίο μπορείς να βρεις αμέτρητες απαντήσεις σε όσα ζητήματα σε απασχολούν, αναφέρει ότι «ο άσχημος κι ο ηλίθιος έχουν το καλύτερο μερίδιο αυτού του κόσμου επειδή δε γνωρίζουν την ήττα τους. Δεν έχουν κερδίσει ποτέ αλλά δε γνωρίζουν και πώς είναι να χάνεις.». Πράγματι, η ζωή είναι ένας ατέρμονος αγώνας. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μάθει να αγωνίζεται καθημερινά για τα πιο μικρά και για τα πιο σημαντικά ζητήματα. Πώς να νιώθει ευτυχία όταν είναι σε έναν διαρκή αγώνα;
Αυτό που υποστηρίζει ο Όσκαρ Ουάιλντ μέσα από τα λόγια του Χένρι στο μυθιστόρημά του είναι ότι ένας άσχημος άνθρωπος -εσωτερικά- δε νιώθει άβολα με την ασχήμια του γιατί δεν έχει γευτεί τη χαρά της ομορφιάς, οπότε και δεν του λείπει. Έτσι κι ο ηλίθιος δεν έχει γευτεί ποτέ την ευχαρίστηση της γνώσης οπότε ζει ευτυχισμένος στην άγνοιά του. Κι ίσως να είναι σκληροί και μη αντιπροσωπευτικοί αυτοί οι χαρακτηρισμοί σε μια σύγχρονη και πολικά ορθή κοινωνία, όμως αν μεταφέραμε αυτούς τους παραλληλισμούς στην αφέλεια και τον ναρκισσισμό, τότε θα είχαμε την απάντησή μας.
Αυτοί οι άνθρωποι δε γνωρίζουν την ήττα τους από τα αντίθετά τους γιατί ποτέ τους δεν τα γνώρισαν. Δεν υπήρξαν «έξυπνοι» για να τους λείπει η γνώση κι η σύνεση. Δεν υπήρξαν «όμορφοι» για να ξέρουν να το αναγνωρίζουν στην ομορφιά των άλλων. Δεν πάλεψαν ποτέ για να αποκτήσουν όσα δεν έχουν οπότε δε γνωρίζουν πώς είναι να προσπαθείς για κάτι κι εντέλει να μην το καταφέρνεις. Μπορούμε να πούμε ότι καταλαβαίνουμε ξεκάθαρα τη σκέψη του Ουάιλντ και τη λογική με την οποία το σκέφτηκε και δε μας φαίνεται μια παράλογη σκέψη. Αν σκεφτούμε όμως τα τωρινά δεδομένα, θα καταλάβουμε ότι είναι μάλλον άτοπο να πούμε πως κανείς μένει για πάντα στάσιμος σε μια επιλογή του ή σε μια συνθήκη που βρίσκεται, όποια κι αν είναι αυτή.
Ο άνθρωπος πλέον έχει τη δυνατότητα να γίνει ό,τι κι όποιος θέλει να γίνει. Μπορεί να διαβάσει όσα βιβλία θέλει, μπορεί να πάρει γνώσεις από τα πάντα γύρω του –ανεξαρτήτως ακαδημαϊκού υπόβαθρου- μπορεί να καταλάβει ότι όλοι είναι όμορφοι ο καθένας με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι εκ φύσεως αφελής, σκληρός ή νάρκισσος, επιλέγει να είναι ή αφήνεται στις κατάλληλες συνθήκες για να γίνει. Με με τόσο έντονες τις πολλές και διαφορετικές φωνές γύρω μας πια και την ευκαιρία στην πληροφορία, οι συνθήκες είναι τόσο ευνοϊκές για να συμβούν τα πάντα, όσα επιθυμούμε για τους εαυτούς μας. Το θέμα είναι, αν δε γνωρίζαμε πως τα επιθυμούμε, θα μας έλειπαν; Αυτό αναρωτιέται και ο ίδιος ο συγγραφέας, μέσα από τη μεταφορά του αυτή.
Η ζωή μας είναι γεμάτη νίκες κι ήττες, είναι όντως μια συνεχής πάλη κατά την οποία προσπαθούμε να βγούμε ζωντανοί. Δε θα την αγαπούσαμε τόσο αν κερδίζαμε συνέχεια, αν ζούσαμε την «τέλεια» ζωή». Αν δε χάναμε λίγο, αν δεν πληγωνόμασταν, αν δε νιώθαμε και τις ήττες, η ευτυχία θα μας φαινόταν ανιαρή. Εκτιμούμε κάτι όταν έρχεται και φεύγει! Έτσι είναι ο άνθρωπος‧ τα σταθερά τα βαριέται εύκολα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου