Κάποιες φορές- ενδεχομένως τις περισσότερες- η σχέση δε φτάνει σε εκείνο το ιδανικό σημείο της κορυφής, στο ουτοπικό και μη ρεαλιστικό «για πάντα» μας. Το τέλος μιας σχέσης δε βρίσκει τα δύο άτομα που την αποτελούσαν όταν τη συνέθεσαν στην ίδια φάση της ζωής τους αλλά ούτε βρίσκει τις απόψεις τους κοινές ως προς το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η σχέση. Και κάπως έτσι, τελειώνει. Για τον έναν αργά και σταδιακά μέχρι την τελική απόφαση, για τον άλλο βίαια και ξαφνικά γιατί αρνούνταν να το δει.
Αν ρωτήσεις τους δύο χωρισμένους, ο καθένας θα σου πει κάτι διαφορετικό. Ο ένας δεν ένιωθε πλέον ποθητός, δεν έβρισκε χαρά στα μηνύματα, στις κλήσεις, δεν ανυπομονούσε για ένα ραντεβού με το ταίρι του ή για μια βιντεοκλήση, δεν ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει για όσα τον απασχολούσαν, να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του ή να προσπαθήσει παραπάνω για όσα ήδη είχαν. Ο έρωτας ήταν ανύπαρκτος, το χάδι μηχανικό. Αντίθετα, ο άλλος ένιωθε ότι όλα πάνε ρολόι, ζώντας εντελώς στο κεφάλι του, πιστεύοντας ότι η ευτυχία στη σχέση τους είναι υπαρκτή και κάθε φορά που το ταίρι του χαμογελά τού χαρίζει τον κόσμο. Ένιωθε ότι μπορούν να πετύχουν μαζί κι ερωτευμένοι. Μόνος του. Στο κεφάλι του.
Αυτόν τον δεύτερο, ο χωρισμός τον βρίσκει απροετοίμαστο, τον κάνει να νιώθει σαν να τον έριξαν από τον δέκατο όροφο χωρίς αλεξίπτωτο. Ο πρώτος είχε δει τον χωρισμό να έρχεται επειδή ήταν αυτός που τον αποφάσισε, το είχε δουλέψει μέσα του κι είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να συμβιβαστεί με μια δήθεν ευτυχία. Αν δε χαμογελάς, άλλωστε, φεύγεις!
Ο άνθρωπος που ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπος με το τέλος της σχέσης του χωρίς να το έχει υπολογίσει εντός του, πρέπει να βρει τη δύναμη να πάει παρακάτω και να ζυγίσει λάθη και σωστά. Είχε τόσο βυθιστεί στην τελειότητα που νόμιζε πως είχαν με το έτερον ήμισυ, αγνοώντας ότι ο άνθρωπος δίπλα του δεν ένιωθε ούτε καν μια επάρκεια. Είχε αρχίσει να μαραζώνει κι έπρεπε να προσποιηθεί ότι προσπαθεί, να πείσει πρώτα τον εαυτό του ότι όλα είναι εντάξει μήπως και πράγματι γίνουν. Στην προσπάθειά του αυτή έχανε όμως, καθημερινά λίγη από τη φαιά ουσία του μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να διαλέξει την ελευθερία.
Κι ο άλλος; Αυτός που δεν είχε ιδέα; Τι κάνει τώρα που έρχεται αντιμέτωπος με μια βόμβα; Παγώνει. Μουδιάζει. Σαν να ξυπνάει από κώμα. Σαν να πρέπει μέσα σε μια στιγμή να αναθεωρήσει μια ολόκληρη σχέση. Φταίει; ίσως. Μα στον χωρισμό δεν έχει σημασία και τόσο το αν φταις. Η απόφαση στέκει όποιο βάρος της ευθύνης κι αν αναλαμβάνεις. Κι ίσως το να μη δεις τον χωρισμό, να μην τον ακούσεις να έρχεται, να δείχνει κι έναν ακόμη λόγο που εν τέλει συνέβη. Κι ίσως στον έρωτα να είναι τόσα τα σημάδια, όσα επιθυμούν τα μυαλά να δουν κι όχι τα μάτια. Κι ίσως η θλίψη που μεταφράστηκε ως ευτυχία, να ήταν ο υπερβολικός ζήλος, ο εγωιστής πόθος που διατυμπάνιζε την ύπαρξή του, ενώ ήταν μια πλάνη τελικά. Κι ίσως αν δεν αγαπούσε ο καθένας μόνος του, να ήταν ακόμη μαζί κι αυτοί οι δύο.
Μα, αγαπάς έναν άνθρωπο τελικά, όταν δεν ξέρεις πότε έχεις σταματήσει να τον κάνεις ευτυχισμένο;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου