Με το πέρασμα των χρόνων πολλά έχουν αλλάξει στις ανθρώπινες σχέσεις. Αν κοιτάξεις πίσω και στις δικές σου επιλογές, θα δεις πολλά που έχουν διαφοροποιηθεί‧ σε άλλες σχέσεις ήσουν πιο εκδηλωτικός, σε άλλες πιο φειδωλός, άλλες δεν ήθελες να δεχθείς πως υπάρχουν κι άλλες δεν ήθελες να δεχθείς πως τελείωσαν. Ένα στοιχείο όμως που μένει συνήθως σταθερό κι απαράλλαχτο στις ανθρώπινες σχέσεις, για να γίνει η μετάβασή τους στο ερωτικό πεδίο, είναι το φλερτ.
Ωστόσο και το φλερτ δεν είναι πάντα ίδιο, ούτε σημαίνει τα ίδια για όλους τους ανθρώπους. Ανά τους αιώνες το φλερτ έχει περάσει σε διάφορα στάδια κι έχει αποκτήσει ποικίλες σημασίες παραμένοντας όμως ταμπού για κάποιους ανθρώπους. Ένα challenge που προσπάθησα -με λίγο δισταγμό, δε θα στο κρύψω- ήταν να ρωτήσω τριάντα διαφορετικούς ανθρώπους στο δρόμο πώς οι ίδιοι αντιλαμβάνονται το φλερτ, τι είναι γι’ αυτούς και τι έχει αλλάξει κατά τη γνώμη τους στον τρόπο που το εξασκούμε.
Οφείλω να ομολογήσω ότι οι άνθρωποι αυτοί στην αρχή με κοίταζαν περίεργα, σε στιλ «τι ερώτηση είναι αυτή» κι ήρθαν κι οι ίδιοι σε αμηχανία όταν έπρεπε να απαντήσουν, γεγονός που μας δείχνει πόσο παραγκωνισμένο έχουμε το φλερτ στη ζωή μας αλλά και πόσο ταμπού το θεωρούμε ακόμη. Με λύπη, διαπίστωσα ότι αρκετό ποσοστό (πέντε άτομα) απέφυγαν να απαντήσουν με κάποια ατάκα τύπου «μα, τι βλακείες είναι αυτές τώρα!» κι αλλάζοντας γρήγορα θέμα, λες και ήταν επίφοβο να δώσουν κάποια απάντηση. Λες και θα τους χαρακτήριζε ως επιφανειακούς το να μιλήσουν για φλερτ «τη στιγμή που τόσα άλλα πράγματα συμβαίνουν γύρω», λες και είναι κάτι το δευτερεύον αυτό ή το παιδιάστικο. Είναι λυπηρό αυτό που κινεί ουσιαστικά τον κόσμο -η χαρά του φλερτ κι όσα αυτό φέρνει στις ζωές μας- να θεωρείται ανοησία ή να αποτελεί ταμπού η συζήτησή του.
Αρκετοί υποστήριξαν ότι το φλερτ δεν είναι όπως συνήθιζε να είναι. Οι άνθρωποι αποφεύγουν να μιλήσουν από κοντά στο άτομο που τους ενδιαφέρει, προτιμούν να του στείλουν ένα μήνυμα σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, να μιλούν από ‘κει για ένα χρονικό διάστημα κι αφού αποκτήσουν κάποιο βαθμό οικειότητας τότε να βγουν και να το συναντήσουν. Να προσπεράσουν ουσιαστικά το αμήχανο -ή και το κάπως αβέβαιο- κομμάτι του φλερτ με τη βοήθεια της ουδετερότητας του πληκτρολογίου στο οποίο, για να λέμε την αλήθεια, η μπλε καρδιά θα ενοχλήσει αλλά δε θα μας κάψει κιόλας. Επίσης, τόνισαν ότι πολλοί φλερτάρουν όλο και λιγότερο με σκοπό να ξεκινήσουν κάποια σχέση με το άτομο που τους ξύπνησε τον έρωτα, αλλά ακούγοντας για φλερτ έρχεται στο μυαλό τους κάτι πιο παιχνιδιάρικο κι εφήμερο. Μια πίστα διεκδίκησης στην οποία κάθε φορά που νικάς, ξεκλειδώνεις και ένα επόμενο επίπεδο, ένα επόμενο άτομο. Φλερτάρουν απλώς για να φλερτάρουν και να ανεβάσουν εύκολα τη διάθεσή τους.
Σχετικά με το αν το φλερτ παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή τους ή αν κάποια στιγμή το σταματούν, οι γνώμες και πάλι διέφεραν, αφού κάποιοι θεωρούν ότι δικαίωμα στο φλερτ έχουν μόνο οι αδέσμευτοι ενώ άλλοι πιστεύουν ότι το φλερτ είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας που το χρειάζεσαι για να μπορείς να ανανεώνεσαι, ασχέτως προσωπικής κατάστασης. Μέσα στις απαντήσεις ήταν κάποιες φράσεις με τις οποίες νομίζω όλοι έχουμε έρθει αντιμέτωποι όπως «υπάρχει ζωή χωρίς φλερτ;», «το φλερτ δεν είναι απιστία, για να σταματάει όταν μπεις σε σχέση. Δεν προδίδεις κανέναν», «τα μάτια είναι πάντα μάτια και λειτουργία τους είναι να κοιτάζουν. Το να δείξεις το θαυμασμό σου σε ένα πρόσωπο που σου προκαλεί εντύπωση γιατί να θεωρηθεί κακό; Αρκεί να μείνει εκεί».
Μέσα από τη συζήτηση και τις απαντήσεις αυτών των τυχαίων ανθρώπων, διαφόρων ηλικιών, μπορέσαμε να δούμε ξεκάθαρα πόσο σπουδαία είναι η ύπαρξη του φλερτ στις ζωές μας, πόσο κενές θα ήταν αυτές αν δεν υπήρχε λίγο σασπένς, λίγη ζωντάνια και φυσικά λίγο παιχνίδι, αλλά και πόσο δύσκολο είναι να μιλάει κάποιος για την άποψη του σχετικά με το φλερτ, πόσο τον ζορίζει να εξηγήσει τι σημαίνει για εκείνον και πώς φλερτάρει ο ίδιος. Είναι κρίμα κι άδικο να είναι ταμπού κάτι τόσο όμορφο, κάτι που -όταν φυσικά γίνεται με σεβασμό- χαρίζει ομορφιά και χαρούμενη διάθεση τόσο σ’ αυτόν που το κάνει όσο και σ’ αυτόν που το δέχεται.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη