Περίεργα τα συναισθήματα˙ κάποιες φορές χαίρεσαι που τα έχεις, κάποιες θέλεις να τα αποφύγεις, άλλες τα διαλαλείς κι άλλες προσπαθείς να τα πνίξεις. Πάντοτε όμως, βρίσκουν τον τρόπο να βγαίνουν στην επιφάνεια. Βρίσκουν διέξοδο κι έπειτα φαίνονται πάντα στον κόμπο που νιώθεις όταν πας να μιλήσεις, στον φόβο που σε κατακλύζει όταν ξυπνάς το πρωί και δε θέλεις στα αλήθεια να σηκωθείς για να αντιμετωπίσεις τον κόσμο -έναν κόσμο που απαιτεί να είσαι με το χαμόγελο επειδή «όλα είναι καλά».
Δεν είναι ντροπή να νιώθεις την καρδιά σου βαριά, ούτε κάτι που μπορεί να θεωρεί κατακριτέο. Λίγο-πολύ όλοι το έχουν νιώσει κι αν στο αρνηθούν, ψεύδονται. Είναι σίγουρα περίεργο συναίσθημα και μπορεί να προκληθεί από διάφορους λόγους, κυρίως όμως προκύπτει από την απώλεια. Απώλεια με τη γενικότερη έννοια, απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, μιας εργασιακής θέσης, μιας φιλικής σχέσης ή μιας ερωτικής σχέσης. Η απώλεια -από οτιδήποτε κι αν προέρχεται- κάνει την καρδιά σου να βαραίνει, να νιώθεις ότι δεν μπορεί να σηκωθεί. Εσύ αισθάνεσαι πως δεν μπορείς να την ακούσεις να χτυπά κι εννοείται πως δεν μπορείς να νιώσεις χαρά ό,τι κι αν συμβεί. Μπορεί να σου τύχει εκείνη τη στιγμή το πιο ευχάριστο γεγονός κι εσύ να μην μπορείς να το νιώσεις, να μην έχεις τη δυνατότητα να χαρείς, όχι επειδή δε θέλεις αλλά επειδή η καρδούλα σου εκείνη τη στιγμή δεν μπορεί, είναι κομματάκι μουδιασμένη.
Η απώλεια κόβει κι ένα κομμάτι της ψυχής σου. Το κόβει τόσο βαθιά που η επούλωση της πληγής μοιάζει με όνειρο μακρινό, για να μην πούμε απατηλό. Το πρόσωπο σου δε σηκώνει κανένα χαμόγελο και στα μάτια σου υπάρχει μια μόνιμη θλίψη, ενώ κάθε πρωί που ξυπνάς έχεις μια δυσκολία να σηκωθείς για ν’ αντιμετωπίσεις τη μέρα. Στις καταστάσεις αυτές νιώθεις ότι κανείς δεν μπορεί να σε καταλάβει, ακόμα κι αν το θέλει, ακόμα κι αν προσπαθεί. Είσαι μόνος σου και το ξέρεις καλά.
Ακούς φράσεις όπως «μη στεναχωριέσαι, να σε προσέχεις, δεν έγινε δα και κάτι τραγικό για να το παίρνεις τόσο βαριά, θα περάσει» κ.λπ. κι απαντάς με ένα «ευχαριστώ» αφού δεν έχεις ιδέα πώς να τους πεις ευγενικά ότι δεν ξέρουν τι νιώθεις και δεν μπορούν να καταλάβουν. Κανείς δε γνωρίζει τι μάχη δίνεις καθημερινά μέσα σου για να μην καταρρεύσεις.
Όσο κι αν κάποιος θέλει να βοηθήσει, όσες φορές κι αν έχει έρθει στη θέση σου, έχει περπατήσει με τα παπούτσια σου κι όσο κι αν θέλει να σε βοηθήσει, δεν είναι το ίδιο. Κάθε άνθρωπος βιώνει διαφορετικά συναισθήματα ακόμα και στην ίδια ακριβώς κατάσταση -λόγω της διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας του καθένα.
Κάθε βράδυ είσαι μόνο εσύ με τις σκέψεις και τα συναισθήματα σου. Εσύ πρέπει να παλέψεις μαζί τους, να τα βάλεις όλα σε μια σειρά, να σε στηρίξεις, να πάρεις μια νοητή αγκαλιά την καρδιά σου και να της εξηγήσεις ότι μέχρι να πάνε όλα καλά και να το νιώσει κι εκείνη ότι πάνε καλά, θα είσαι εκεί να την κουβαλάς χωρίς να την πιέζεις.
Ναι, όλα περνάνε κι όλα για καλό γίνονται αλλά μέχρι να περάσουν και να δούμε αυτό το ρημάδι το καλό, μπορεί οι καρδιές μας να είναι λίγο βαριές κι εμείς όση παρηγοριά και να βρίσκουμε στα λόγια των ανθρώπων που μας αγαπούν, να βρίσκουμε περισσότερη ξαπλωμένοι στο κρεβάτι κλαίγοντας.
Δεν πειράζει. Αυτό να θυμάσαι, ότι δεν πειράζει. Είναι εντάξει να μη χαίρεσαι πάντα, να στεναχωριέσαι, να θέλεις να γυρίσεις τον χρόνο πίσω και να νιώθεις την ψυχή σου να ματώνει. Δε χρωστάς σε κανέναν να κρύβεις τη θλίψη σου γιατί θα νιώσει ο άλλος αμήχανα. Χρωστάς όμως, στον εαυτό σου να βοηθήσεις να περάσει, να σηκωθείς ξανά το πρωί και να πεις «σήμερα θα νιώσω καλύτερα» και να κάνεις πράγματι όλα αυτά που σε ευχαριστούν, ακόμα κι αν δε σου δίνουν τώρα τον ίδιο βαθμό χαράς που σου έδιναν. Σιγά-σιγά θα ξανά έρθουν όλα κι η απώλεια που νιώθεις τώρα τόσο έντονα, θα ενσωματωθεί στην καρδιά σου -κι εκείνη θα μπορεί πάλι να γεμίζει ευτυχία, αγάπη κι όλα τα συναισθήματα του κόσμου. Θα ελαφρύνει˙ απλώς θύμισε της να αναπνέει λίγο περισσότερο.
Αφιερωμένο σ’ όλους εκείνους που νιώθουν τις καρδιές τους λίγο ή πολύ βαριές. Δεν είστε μόνοι.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου