Από την απαρχή του κόσμου οι άνθρωποι έδειξαν ότι διαθέτουν όλες εκείνες τις πνευματικές ικανότητες για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να μεγαλουργήσουν. Ανακάλυψαν μέρη, υλικά αγαθά, διέπρεψαν πνευματικά εξηγώντας στην πάροδο του χρόνου και τα πιο περίεργα φαινόμενα, όχι μόνο φυσικά αλλά και ψυχολογικά. Ο άνθρωπος φρόντιζε από την αρχή να δίνει βάση και στην ύλη και στην ψυχή. Μία από τις θεωρίες που διατυπώθηκαν ανά τους αιώνες είναι η θεωρία των παιγνίων. Πρόκειται για μια θεωρία που βρίσκει τη θέση της στον κλάδο των οικονομικών αλλά φυσικά ο ανθρώπινος νους βρήκε κι άλλες εφαρμογές της στους τομείς που τον απασχολούσαν.
Τι είν’ αυτό, θα σκεφτείς και τι μας νοιάζει εμάς τώρα. Είναι μια θεωρία που βασίζεται στην ανάλυση αποφάσεων σε καταστάσεις στρατηγικής αλληλεξάρτησης. Τι θα κάνει δηλαδή ο ένας που εξαρτάται άμεσα από τον άλλον, ποιος θα χειριστεί την κατάσταση προς όφελός του. Υπάρχει πλήθος παραδειγμάτων για να κατανοήσει κανείς αυτή τη θεωρία. Ωστόσο, εμείς θα εστιάσουμε στην ερώτηση που βασανίζει τους απανταχού μόνους του έρωτα, αυτούς που τρυπούν τα βέλη του, αλλά συνήθως μένει μονόπλευρο. Γιατί είμαστε μόνοι; Τι λέει η θεωρία των παιγνίων για εμάς;
Θεωρητικά, στην αρχή μιας γνωριμίας πρέπει να καταστρώσουμε τη στρατηγική μας ως προς το στο πώς θα κατακτήσουμε το άτομο που μας ενδιαφέρει. Παίρνουμε δεδομένο ότι έχουμε όλα αυτά τα χαρίσματα που μπορούν να μας κάνουν ελκυστικούς εφόσον η ομορφιά του καθενός είναι διαφορετική και καίρια. Λοιπόν, θα ονομάσουμε τους εαυτούς μας «Έρωτας Α» και το άτομο που μας σκίρτησε την καρδούλα «Έρωτας Β» για να γίνει πιο κατανοητή η θεωρία μας.
Για να διατηρήσουμε το ενδιαφέρον του «Έρωτας Β» αμείωτο και να κρατήσουμε πάνω μας όσο περισσότερο μπορούμε το πέπλο του μυστηρίου, το παίζουμε λίγο αδιάφοροι, λίγο απόμακροι κι όσο μας πλησιάζει τόσο εμείς κλείνουμε την πόρτα. Κάτι σαν τον σκύλο και τη γάτα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο κάνουμε εφαρμογή το «αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα» αλλά προσπαθούμε να καταλάβουμε αν αρέσουμε κι αρκετά ώστε να γκρεμίσει τα τείχη της φαινομενικής ψυχρότητάς μας.
Σ’ αυτήν την περίπτωση το ιδανικό θα είναι ο «Έρωτας Β» να παλεύει όσο το δυνατόν περισσότερο και να μας κάνει όλα τα χατίρια. Αν δεν υπάρξει άμεση ανταλλαγή ρόλων όμως, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα εμείς ως «Έρωτας Α» να βαρεθούμε και να θεωρήσουμε τον χαρακτήρα του αδύναμο και δεδομένο. Εδώ πρέπει να πούμε ότι ούτως ή άλλως όταν είμαστε ερωτευμένοι, είμαστε κι ευάλωτοι μπροστά στον έρωτά μας. Δεν είναι αδυναμία χαρακτήρα αλλά ένδειξη αγάπης να θέλεις να κάνεις τον άλλον ευτυχισμένο.
Αν συνεχίσουμε κι εμείς όμως όλη αυτή την αδιαφορία για μεγάλο χρονικό διάστημα, θεωρώντας ότι έτσι δίνουμε να καταλάβει ότι όσο πιο δύσκολο είναι να μας κατακτήσει, τόσο περισσότερο αξίζουμε, ίσως κουραστεί κι αναζητήσει την αγάπη αλλού κι έτσι η στρατηγική μας πάει περίπατο αγκαλιά με τον εγωισμό μας. Η άλλη ενδεχόμενη περίπτωση είναι μετά από λίγο καιρό ο «Έρωτας Β» να πάρει τον ρόλο του αδιάφορου χωρίς όμως εμείς ως «Έρωτας Α» ν’ αποποιηθούμε τον ρόλο. Φαντάσου τι θα συμβεί τότε! Η σχέση θα πέσει στο κενό μαζί με τις όποιες προσπάθειες και των δύο για ευτυχισμένο τέλος κι η κατάληξη θα είναι γνωστή σε όλους αφού θα βρεθούμε ξανά με τη γνώριμη συντροφιά μας, τη μοναξιά.
Τα παιχνίδια κι οι στρατηγικές στον έρωτα ίσως βρίσκουν εφαρμογή ως ένα σημείο. Είτε με θεωρία των παιγνίων είτε χωρίς, κατανοείς ότι αν δεν μπορείς ν’ αποκαλύψεις τον πραγματικό σου εαυτό στο άτομο που σ’ ενδιαφέρει, ίσως δε σε ενδιαφέρει τόσο πολύ τελικά ή αν σ’ ενδιαφέρει κι επιλέξεις να παίζεις παιγνίδι κυριαρχίας τότε είναι πολύ πιθανό να το χάσεις και να μείνεις πάλι μόνο με την αφεντιά σου. Το λέω και στον εαυτό μου, μην το παίρνεις προσωπικά- στο λένε κι οι Τζον Φον Νόιμαν και Όσκαρ Μόργκενστερ που ανέπτυξαν τη θεωρία. Να γίνεσαι ευάλωτος στον έρωτα, να δείχνεις τι νιώθεις και να προσπαθείς για το άτομο που ενδιαφέρεσαι. Δε διαρκεί για πάντα, μην τον χαραμίσεις!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου