Αν υπάρχει κάτι που μαθαίνουμε από τα πρώτα νηπιακά μας χρόνια, είναι ότι όλες μας οι πράξεις, είτε μικρές είτε μεγάλες, πηγαίνουν αγκαζέ με μια συνέπεια. Έτσι, μεγαλώνοντας δημιουργούμε και σχέσεις με τους γύρω μας -πετυχημένες ή μη- και κρίνονται πάντα από το τι μας αφήνουν κι αν μας κάνουν έστω και στο ελάχιστο καλύτερους ανθρώπους. Κάθε φορά λοιπόν, κουβαλώντας κι από μια συνέπεια μέσα μας, ερωτευόμαστε κι ερχόμαστε κοντά και προκειμένου αυτές οι συνδέσεις να δουλέψουν, φτιάχνουμε κάποιους κανόνες που μας βοηθούν να φερόμαστε δίκαια και με φροντίδα στον άνθρωπο με τον οποίο σχετιζόμαστε.
Οι κανόνες αυτοί φτιάχνονται από τα άτομα που απαρτίζουν την εκάστοτε σχέση και διαφοροποιούνται αναλόγως. Ο βασικότερος -και γενικότερος- όλων, είναι να μη φερθείς ανήθικα. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε την τάση, όταν νιώθουμε ασφάλεια με τον άνθρωπο που επιλέξαμε για έτερον ήμισυ, με τον άνθρωπο εκείνον που μοιραζόμαστε τα μικρά και τα σπουδαία της ζωής μας, να ξεκινούμε να τον θεωρούμε κάπως δεδομένο. Κι όταν θεωρείς δεδομένο έναν άνθρωπο δε σε αφορά να του φερθείς και τόσο τίμια πάντα, αφού ξέρεις πως ό,τι κι αν κάνεις, πάνω κάτω θα το δεχτεί κι εν τέλει θα μείνει κοντά σου. Κι έτσι, ξεκινούν τα λάθη -κι είναι πολλά- που ενδεχομένως θίγουν ως και την αξιοπρέπειά του, όμως μάς βρίσκουν να σκεφτόμαστε «δεν πειράζει, δε θα πει τίποτα». Μέσα σ’ αυτό το «δεν πειράζει», εμείς έχουμε ήδη χαιρετήσει την ηθική.
Σαφώς, τις περισσότερες φορές, δε χάνεις έναν άνθρωπο από τη μια μέρα στην άλλη, ωστόσο αυτό είναι το πιο σκληρό με τα δεδομένα μας. Αποκτούν αξία, ή μάλλον, ανακτούν την αξία τους, όταν φεύγουν από κοντά μας. Όταν όμως καταλαβαίνεις πως εξ αιτίας σου έφυγε ο άνθρωπος της ζωής σου, πώς μπορείς να ζήσεις μ’ αυτό ξέροντας πως τον έχασες από βλακεία σου;
Ο άνθρωπος σου, που ήταν εκεί όταν όλα κατέρρεαν, που έβλεπε το μέσα κι όχι το έξω, που σε στήριζε στα πιο παράτολμα σενάριά σου κι ηρεμούσε την ανάσα σου όταν ένιωθες εκείνο το ασφυκτικό συναίσθημα σαν να μη σου έφτανε το οξυγόνο. Ο ίδιος άνθρωπος που σε επέλεγε κάθε μέρα, όσο εσύ ξεχνούσες να κάνεις το ίδιο. Αυτός που τώρα έχει αποφασίσει να σε σβήσει από τη ζωή του, να παγώσει τα πάντα μέσα του και να στερέψει από αγάπη για σένα, αφού δε φαίνεται να την εκτίμησες και πολύ. Πώς σηκώνει κανείς το βάρος της ευθύνης για μια αποτυχημένη σχέση;
Μάλλον, απλώς το σηκώνει. Γιατί κανενός η ζωή δε σταματά σ΄έναν έρωτα. Απλώς χάνουν λιγάκι από τη γεύση τους όλοι οι επόμενοι, αφού όσοι κι αν γνωρίζεις, δε θα είναι εκείνος∙ ο άνθρωπός σου! Θα πρέπει να μάθεις να ζεις ξέροντας ότι μπορεί να βρει αλλού τον έρωτα, την αγάπη, τον σεβασμό που δεν του έδειξες εσύ γιατί θεώρησες δεδομένη τη δική του προσοχή. Θα πρέπει να μάθεις να ζεις έχοντας βγάλει τον αριθμό του από τις ταχείες κλήσεις, αφού τα δικά σου μικρά ή μεγάλα νέα δεν τον αφορούν πλέον. Θα πρέπει να ζήσεις γνωρίζοντας ότι η αγκαλιά του δεν είναι πρόθυμη πια να σε ηρεμήσει και ν’ αντιμετωπίσετε μαζί τον κόσμο.
Και για όλα αυτά, ξέρεις ότι δεν έχεις κανέναν να κατηγορήσεις παρά μόνο τον εαυτό σου. Κι αυτό είναι σκληρό, επίπονο και μπορεί να δημιουργήσει μεγάλο τραύμα. Δεν μπορείς να πεις ότι φταίει, πράγμα που χρειάζεται ένας χωρισμός για να μπορέσεις να προχωρήσεις. Δεν μπορείς να πεις ότι φέρθηκε άσχημα, οπότε απλώς πρέπει να τον ξεπεράσεις και να μας παρακάτω, ξέροντας πως είσαι ο κακός της υπόθεσης. Κι αυτόν τον ρόλο κανείς δεν τον θέλει.
Μας βολεύει να φταίει κάποιος άλλος, γενικά στα πάντα, ειδικά όμως σε θέματα καρδιάς. Κάποιος άλλος να μας έχει φερθεί άσχημα κι εμείς απλώς να πρέπει να φέρουμε τον εαυτό μας σε θέση ν’ αντιμετωπίσει αυτή του την πράξη, να γιατρέψουμε τις πληγές αφήνοντας κι άλλους να γλείψουν μαζί μας το τραύμα. Επιλέγουμε τη θυματοποίηση, γιατί είναι πιο εύκολη, αφού η ευθύνη μετατοπίζεται. Εδώ όμως, πρέπει να ξυπνάς κάθε πρωί αντικρίζοντας την απώλεια που εσύ προκάλεσες και να κοιμάσαι τα βράδια γνωρίζοντας ότι δεν μπορείς να επανορθώσεις. Κι αυτή η τιμωρία, ό,τι κι αν λέμε, δεν αξίζει σ’ άνθρωπο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου