Νομίζω πως ποτέ κανείς δε θα ξεχάσει την τραγική κι άκρως στερεοτυπική αντίληψη που υπήρχε για χρόνια, ότι ένα παιδί που δεν «πιάνει τα γράμματα» είναι ένα παιδί που δεν προσπαθεί αρκετά, που τεμπελιάζει ενδεχομένως, που απλώς δε θέλει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολείου. Και να οι τιμωρητικές συμπεριφορές από πλευράς εκπαιδευτικών, και να το στίγμα, αλλά και η ίδια η οικογένεια που από την πλευρά της έπαιζε τέλεια το παιχνίδι της ντροπής, κάνοντας το παιδί απλώς να νιώθει λίγο κι ανάξιο.
Με το πέρασμα των χρόνων και την πρόοδο της επιστήμης, καταφέραμε να καταλάβουμε -αρκετά αργά και δύσκολα σε σχέση με το πόσα παιδιά τραυματίσαμε- ότι υπάρχουν διάφοροι λόγοι που ένα παιδί δεν μπορεί να εμπεδώσει αυτό που προσπαθούμε να του διδάξουμε. Μαθησιακές δυσκολίες, εφηβεία, οικογενειακό περιβάλλον, χημεία μεταξύ διδάσκοντα και διδασκόμενου, σχολικός εκφοβισμός, διαπροσωπικές σχέσεις και χίλια δυο άλλα επηρεάζουν τη μαθητική πορεία ενός παιδιού και δεν έχουν να κάνουν με την ικανότητά του να μαθαίνει.
Για τους παιδαγωγούς πλέον, δεν αποτελεί θέμα ταμπού ή επτασφράγιστο μυστικό να συνειδητοποιήσουν πότε ένα παιδί δε μαθαίνει κάτι, επειδή αρνείται να συνεργαστεί -δηλαδή χωρίς να υπάρχει μαθησιακή δυσκολία αλλά άλλος παράγοντας- και πότε ένα παιδί προσπαθεί να μάθει αλλά δεν μπορεί εξαιτίας κάπου κωλύματος. Υπάρχουν χιλιάδες τρόποι για κάποιον που ξέρει τα παιδιά, τον παιδαγωγό δηλαδή, να καταλάβει γιατί το παιδί που στέκεται απέναντί του δεν καταλαβαίνει ή δε μελετά με τρόπο αποδοτικό αυτό που του διδάσκεται, διότι δεν του ταιριάζει ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει.
Κάθε παιδί μπορεί να μάθει τα πάντα, αρκεί να βρεις πώς μαθαίνει. Επίσης, κάθε παιδί μπορεί να γίνει τα πάντα, αρκεί να βρει αυτό που θέλει να γίνει. Με την κατάρρευση του μύθου περί ικανότητας και μη εκμάθησης, καταρρίπτεται κι εκείνος σχετικά με την πορεία που μπορεί ν’ ακολουθήσει ένα παιδί λόγω της κοινωνικής του θέσης, της καταγωγής του, της παιδείας του. Είναι φοβερά σημαντικό ν’ αντιμετωπίζουμε τις μαθησιακές δυσκολίες ως μια πραγματικότητα χωρίς κανένα επιπλέον φίλτρο, καθώς κάνουμε ένα μεγάλο βήμα ενάντια στον κοινωνικό ρατσισμό και την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων ως έξυπνους και χαζούς, ενώ είναι πάντα πολλά περισσότερα και πιο σύνθετα από αυτήν την ανόητη ταμπέλα.
Ο παιδαγωγός, με τον ρόλο του και την εκπαίδευσή του, γνωρίζει πώς να δίνει χώρο και χρόνο στον μαθητή του για να λάβει τις γνώσεις που πρέπει, να τις επεξεργαστεί κι εν τέλει να τις εμπεδώσει. Το πρόβλημα στις περιπτώσεις αυτές, θα λέγαμε, προκύπτει όταν γονιός και παιδαγωγός δεν έχουν υπομονή και προσδοκούν άμεσα αποτελέσματα, οπότε και φορτώνουν το παιδί με τη δική τους δυσκολία να συνεργαστούν μαζί του.
Θέλουν να δουν το παιδί να μαθαίνει γρήγορα και σωστά, επιθυμούν καλούς βαθμούς κι υψηλές επιδόσεις στο σχολείο για να μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι η τεχνική τους λειτουργεί. Γίνεται; Όχι. Είναι σαν να βάζεις έναν σπόρο και να περιμένεις να ανθίσει λεμονιά σε δυο λεπτά. Δεν μπορείς να περιμένεις από ένα παιδί να είναι άριστο παντού και να παίρνει υψηλούς βαθμούς, αν δεν του δώσεις χρόνο να εμπεδώσει και να επεξεργαστεί όλα όσα έχει διδαχθεί. Ούτε μπορείς να περιμένεις, αγαπητέ γονιέ, το παιδί σου να παίρνει παντού άριστα, αν είσαι συνεχώς πάνω από το κεφάλι του και το πιέζεις.
Στην ερώτηση «γιατί το παιδί- ή ο μαθητής- δε μαθαίνει;» υπάρχουν πολλές απαντήσεις αλλά η κυριότερη είναι «γιατί δεν το διδάσκουμε με τον τρόπο που μπορεί να μάθει». Δεν υπάρχουν «χαζά» παιδιά. Όλα τα παιδιά είναι χαρισματικά, το καθένα με τον τρόπο του και το καθένα με την κλίση του. Εμείς τους οφείλουμε να είμαστε δίπλα τους σε κάθε βήμα και να δίνουμε τα στηρίγματα που χρειάζονται.
Το παιδί μπορεί να μη διαβάζει, μπορεί να μη μαθαίνει επειδή ενδέχεται να το απασχολούν άλλα ζητήματα. Αν αποκλείσουμε το ενδεχόμενο της μαθησιακής δυσκολίας- που τίποτα κακό ούτε κατακριτέο έχει- πρέπει να συζητήσουμε με το παιδί, είτε αυτό είναι δικό μας παιδί είτε μαθητής μας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την κατάσταση από άλλη πλευρά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι εκείνο θα μας δώσει την απάντηση στο «γιατί δε διαβάζει» πολύ καλύτερα απ’ το να προσπαθήσουμε να τη βρούμε μόνοι μας, κάνοντας υποθέσεις κι επιβάλλοντας τιμωρίες για τη δήθεν αδιαφορία του προς τα μαθήματα.
Στην περίπτωση που υπάρχει μαθησιακή δυσκολία, οφείλουμε να καθησυχάσουμε τον μαθητή ότι αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να αισθάνεται ντροπή ή μειονεκτικά έναντι των υπολοίπων, σημαίνει απλώς ότι μαθαίνει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Τα παιδιά δε διαβάζουν επειδή κάτι συμβαίνει· ακόμη κι αν το κάνουν από βαρεμάρα, αυτή προκύπτει εξαιτίας άλλων παραγόντων. Δεν είναι ότι δε διαβάζουν για να μας πάνε κόντρα. Να μιλάς με το παιδί για να μπορεί να σου εξηγεί τι το ενοχλεί, τι το προβληματίζει και τι θέλει να καταφέρει. Να καταφέρεις να είσαι στήριγμα κι όχι τροχοπέδη και πηγή άγχους∙ αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου