Υπήρξε ένας άνθρωπος στη λογοτεχνική ιστορία, ανεξίτηλος στο χρόνο, που γεννήθηκε με μόνη του επιδίωξη να πεθάνει. Έζησε μια ζωή που δε γνώρισε πραγματική ευτυχία παρά μόνο κάποιες στιγμές σαν λάμψη στη σκοτεινή του άβυσσο. Ο λόγος για τον Κώστα Καρυωτάκη, έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές που γνώρισε ο κόσμος, έμεινε γνωστός για την απαισιόδοξη ματιά του και τον μοναδικό τρόπο που αποτύπωνε τη θλίψη και τη μελαγχολία στα έργα του.
«Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούν με χίλιους τρόπους.» θα πει ο μεγάλος ποιητής και εμείς θα αφήσουμε την καρδιά μας να ακουμπήσει εκεί καθώς θα θυμηθούμε όλες εκείνες τις στιγμές που κάποιος μας πλήγωσε, τις στιγμές που νιώσαμε πως χάνουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας και δεν μπορούμε να βρούμε σανίδα σωτηρίας.
Την παρηγοριά του ο Καρυωτάκης την έψαχνε στον ύπνο καθώς τον θεωρούσε την καλύτερη και πιο αποτελεσματική μορφή λήθης, «Λήθη το πλοίο σου, φέρε μου να πλένε». Δε σκέφτεσαι όταν κοιμάσαι, δε νιώθεις, όλα στο μυαλό σου βρίσκουν την απόλυτη ησυχία-αν καταφέρεις να κοιμηθείς- σαν να βγάζουν οι σκέψεις τον σκασμό.
Για τον Καρυωτάκη, η ζωή ήταν ένας μόνιμος πόνος, μια θλίψη χωρίς τέλος. Είναι δύσκολο να βρεις χαρά σε πράγματα που δε σε γεμίζουν. Αν δε βρεις πρώτα μέσα σου το καλό και το αισιόδοξο δεν μπορείς να το ψάξεις έξω στον κόσμο.
Στις σελίδες των ποιημάτων του Κώστα Καρυωτάκη μπορεί να βρει κανείς την παρηγοριά και το στήριγμα που δε βρίσκει στον άνθρωπο που στέκεται δίπλα του. Εκφράζει όλες αυτές τις σκέψεις που τριγυρνούν στο μυαλό μας και συχνά δε βρίσκουμε λόγια να τις εκφράσουμε- ή δεν τις λέμε από φόβο και δειλία. Ο Καρυωτάκης δε φοβάται να αγκαλιάσει τα αρνητικά του συναισθήματα, δε φοβάται να πει ότι νιώθει μια έντονη θλίψη, ότι όλα είναι μάταια, ότι ο κόσμος προκαλεί μόνο πόνο και δυστυχία στον άλλον. Αγκαλιάζει αυτά που νιώθει και μαζί μ’ αυτά αγκαλιάζει και εμάς.
«Ρίξε το όπλο σου και σωριάσου πρηνής όταν ακούσεις ανθρώπους.» συμβουλεύει ο μεγάλος ποιητής και μας θυμίζει ότι μεγαλύτερο κακό στον άνθρωπο, μπορεί να κάνει μόνο ένας άλλος άνθρωπος. Σκέψου το κι εσύ, είμαστε τα μόνα όντα στον πλανήτη με συνείδηση και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό- κι όποιες δυνάμεις αυτό μας προσφέρει- για καλό και για κακό. Είναι δύσκολο κάποιες στιγμές να πάμε προς τη φωτεινή πλευρά και να πράξουμε το καλό κι ακριβώς αυτή μας την αδυναμία τονίζει ο Καρυωτάκης.
Αν μπορούσες να καθίσεις μαζί του και να τον ρωτήσεις, «Τι είμαστε τελικά οι άνθρωποι;» θα σου έλεγε ότι «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.» ή ότι «Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις, χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.» Δεν έχουμε κάτι σταθερό, κάτι να μας κρατά, παρασυρόμαστε εύκολα από το συναίσθημα και χανόμαστε.
Πολλές φορές προσπάθησε να φύγει από αυτή τη ζωή μα μάταια, σαν άγκυρα η επιβίωση τον κρατούσε γιατί είχε να χαρίσει πολλά ακόμη σ’ αυτόν τον κόσμο, μέχρι που έφυγε απ’ αυτόν κάνοντας την επιλογή του κι αφήνοντας πίσω το τεράστιό του έργο. Και αν κάτι έχουμε να του πούμε είναι ότι στάθηκε η μεγαλύτερη παρηγοριά μας στα δύσκολα και έδωσε νόημα στις λέξεις που δεν έβγαιναν από το στόμα μας. Μας αγκάλιασε όταν εμείς ουρλιάζαμε και μπορεί να μας τόνιζε ότι η ζωή είναι δύσκολη, αλλά μάθαμε έτσι να παλεύουμε για να την κάνουμε πιο όμορφη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου