Γεμάτη η καρδιά από αισθήσεις. Άλλες που θα θέλαμε να νιώθουμε πιο συχνά κι άλλες που θα θέλαμε ν’ αποφύγουμε σαν να ήταν καυτός ήλιος κι εμείς βρικόλακες. Κάθε συναίσθημα όμως, τη στιγμή που ήρθε στη ζωή μας προσέφερε ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε. Άλλοτε μας γέμισε ευγνωμοσύνη που υπήρξαμε τυχεροί για να το νιώσουμε κι άλλοτε μας έθεσε τον προβληματισμό του τι πάει στραβά, τι πρέπει να αλλάξουμε.
Περί μοναξιάς ο λόγος, αφού είναι από τα πιο έντονα και διαρκή που μπορείς να νιώσεις, κρατάει δίπλα σου χρόνια αν σε βρει, μέχρι που να τη συνηθίσεις. Μα εμείς πάντα αναζητούσαμε συντροφιά, είτε ήταν φίλοι είτε κάποιος σύντροφος, να μοιραζόμαστε τις ζωές μας με μανία. Πάντα νιώθαμε ότι έχουμε ανάγκη κάποιον πλάι μας, ενώ η πραγματική μας ανάγκη είναι να διώξουμε από πλάι μας το αβάστακτο αίσθημα της μοναξιάς. Υπάρχουν δύο είδη μοναξιάς· να νιώθεις μόνος σου επειδή είσαι ουσιαστικά και πραγματικά μόνος και να νιώθεις μόνος ενώ είσαι με ένα σωρό άλλους ανθρώπους γύρω σου και πλάι σου. Το θέμα είναι όμως, ποια τρυπάει πιο πολύ;
Αν είσαι μόνος από προσωπική επιλογή, σου ζητήθηκε να πράξεις με θάρρος, ίσως εσύ το απαίτησες από εσένα κι έτσι έκανες. Δε σ’ ενοχλεί τόσο και τα έχεις βρει με την αφεντιά και τη φωνούλα μέσα σου. Έχεις κάνει συνειδητά αυτήν την επιλογή, δεν είναι κάτι που σου επιβλήθηκε με το ζόρι και θέλεις να το ξεφορτωθείς αλλά μια κατάσταση που την αγκάλιασες και την καλωσόρισες στη ζωή σου αφού θεώρησες ότι σε κάλυπτε πλήρως συναισθηματικά, ή ήταν αυτό που χρειαζόσουν στην τότε φάση. Η ευτυχία σου συνόδευε τη μοναξιά σου, ήταν προϋπόθεση η μία της άλλης.
Υπάρχει όμως κι η άλλη μερίδα ανθρώπων· αυτοί που νιώθουν μόνοι κι ας μην είναι πρακτικά. Γεμάτοι από κόσμο οι ζωές τους, πάντα με κάποιος κοντά τους, μα εκείνοι να σκορπίζουν ψεύτικα χαμόγελα, να βγαίνουν για ποτά, καφέδες, να είναι παραγωγικοί, όμως πάντα κάτι να λείπει, πάντα να υπάρχει μια αίσθηση κενού. Γιατί η πραγματική μοναξιά δεν είναι όταν δεν έχεις να πας με κάποιον για καφέ ή να βγεις ένα Σάββατο βράδυ. Είναι να μην έχεις άνθρωπο να θεωρείς δικό σου, να χωλαίνει η επικοινωνία γιατί οι γλώσσες δένονται, να μην μπορούν να αρθρωθούν οι λέξεις και τα αισθήματα, γιατί στάθηκε ο κόμπος στο λαιμό. Κι ο φταίχτης, άφαντος.
Δεν είναι εύκολο να διώξεις τη μοναξιά σου, είναι εύκολο όμως να την κάνεις χειρότερη γεμίζοντας τη ζωή σου με κατηγορώ χωρίς αντίκρυσμα για όλα όσα δε σε καλύπτουν. Οι άνθρωποι που επιλέγουμε για να μας γεμίσουν το κενό, ίσως είναι οι ίδιοι που μας κάνουν να αισθανόμαστε πως δεν ανήκουμε πουθενά και δεν έχουμε έναν άνθρωπο που να αποκαλούμε δικό μας σ’ αυτόν τον κόσμο. Μα στ’ αλήθεια αν το σκεφτείς, δε φταίνε, ζούνε κι εκείνοι τις ζωές τους, νομίζοντας ίσως πως κάτι έχουν βρει σ’ εμάς, κλείνοντας ίσως κι οι ίδιοι την πόρτα το βράδυ σε ένα σπίτι που τους περιμένει η δική τους μοναξιά, χωρίς να έχουμε ιδέα.
Τόσες χιλιάδες, εκατοντάδες άνθρωποι, σε μικρές και μεγάλες πόλεις κι ακόμα δεν έχουμε καταφέρει, μένοντας όλοι μαζί, να μην είμαστε μόνοι. Τι παράδοξο κι αυτό μωρέ ζωή!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου