Από μικρή ηλικία μαθαίνουμε λέξεις όπως ιδιοκτησία, κτήμα, ανήκειν. Από μικρή ηλικία ακούμε -καμιά φορά και κοντινούς μας- ανθρώπους να μιλούν κι ενίοτε να μαλώνουν για τις πατρικές τους ιδιοκτησίες χρησιμοποιώντας φράσεις όπως «δε θα μου πάρει κανείς ό,τι μου ανήκει δικαιωματικά». Εξοικειωνόμαστε από πολύ νωρίς με το τι είναι δικό μας, τι όχι, τι των άλλων και γιατί.
Έχοντας αυτά τα βιώματα- λίγο- πολύ όλοι- κι έχοντας εκ φύσεως μια κτητική φύση καταλήγουμε να εκδηλώνουμε τέτοιες συμπεριφορές και στην εκάστοτε σχέση μας. Κι όταν η κτητικότητα πάρει διαστάσεις ιδιοκτησίας και μάλιστα εκείνης που αισθάνεσαι -στο κεφάλι σου- ότι απειλείται, νιώθεις ότι αυτό που έχεις, μιας κι είναι μόνο δικό σου, είναι αδιανόητο κάποιος άλλος να αμφισβητήσει την κυριαρχία σου επάνω του. Και κάτω από την ομπρέλα του δυνατού έρωτα, κρεμάσαμε την ταμπέλα «ιδιωτικός χώρος» θεωρώντας τους ανθρώπους κτήματά μας, οικόπεδα που επειδή έχουμε σχέση, σημαίνει ότι μας ανήκουν με τη βούλα.
Όμως κι εντελώς ξεδιάντροπα και χωρίς καμία ομπρέλα για πρόσχημα, είναι πολλές κι οι σχέσεις που διατηρήθηκαν μέσα στα χρόνια χωρίς να υπάρχει η παραμικρή σπίθα έρωτα. Κι εκεί βλέπεις μια άλλη μορφή κτητικότητας, σαν ένα σπίτι που έχεις παρατημένο χρόνια μα δεν ασχολείσαι ούτε καν να το δεις, γιατί, αφού ξέρεις ότι είναι δικό σου, δε σε νοιάζει κάτι άλλο. Μιλάμε για εκείνες τις σχέσεις που τους βλέπεις μαζί κι αναρωτιέσαι πώς αντέχουν ο ένας τον άλλον, αφού φαίνεται ξεκάθαρα ότι δε νοιάζονται, δεν έχουν πλέον ερωτική έλξη, δεν υπάρχει σύνδεση. Στις σχέσεις αυτές είναι πολύ πιθανό να βλέπεις τον καθένα να κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του, να αδιαφορεί για τη ζωή και τις επιλογές του συντρόφου του, να έχουν καιρό να βρεθούν ερωτικά, να μη μιλούν πλέον κάνοντας ουσιαστικό διάλογο αλλά παρ’ όλα αυτά να μη χωρίζουν. Όχι από συνήθεια αλλά από φόβο‧ φόβο ότι κάποιος άλλος θα πάρει αυτό που είναι δικό σου, άρα απλώς το έχεις να στέκεται σε μια γωνιά.
Θα είχαμε αφήσει πολλά πράγματα αν κάθε φορά που σκεφτόμασταν τις ζωές μας χωρίς εκείνα δε μας έπιανε ένας κόμπος στο στομάχι. Αν στη σκέψη ότι εδώ που καθόμαστε, θα έρθει να καθίσει κάποιος άλλος και θα κάνει ό,τι κάνουμε κι εμείς. Με τον άνθρωπο που βγαίνουμε, θα βγει κάποιος άλλος και θα κερδίσει την καρδιά του. Και πολλές φορές, η συναισθηματική αυτή κτητικότητα επεκτείνεται και στον υλικό κόσμο μας· το αυτοκίνητο που οδηγούμε, θα το οδηγήσει κάποιος άλλος και το σπίτι που μένουμε μπορεί να το κατοικήσει κάποιος άλλος κι ενώ μπορεί κάτι να μη μας γεμίζει πλήρως, να νιώθουμε ότι θέλουμε κάτι παραπάνω, θέλουμε να βρούμε αλλού την ευτυχία μας, δεν το προσπαθούμε καν γιατί για να το προσπαθήσουμε, πρέπει πρώτα να αφήσουμε αυτό που έχουμε.
Το χεις κάνει κι εσύ, το χω κάνει κι εγώ‧ δε φύγαμε από κείνη τη σχέση επειδή δε θέλαμε να δούμε τον δικό μας άνθρωπο να βρει την ευτυχία αλλού. Μπορείς να το ωραιοποιήσεις όσο θέλεις, αλλά η ουσία είναι αυτή κι είναι εγωιστική. Μείναμε μαζί του και καταδικάσαμε και τους δύο στη μιζέρια και τη στεναχώρια υποστηρίζοντας πώς δεν μπορούμε να ζήσουμε μακριά του, ενώ η πραγματικότητα ήταν ότι δεν μπορούσαμε να ζήσει εκείνος μακριά μας.
Προσπαθούμε συνεχώς να μετριάσουμε αυτή την κτητικότητά μας κι ελπίζω να τα καταφέρουμε. Δεν είναι δείγμα αγάπης να μη θέλει να σε δει με άλλον άνθρωπο στο μέλλον, δεν είναι έρωτας να σε θεωρεί κτήμα του και δεν είναι αγάπη ούτε έρωτας αν τα κάνεις κι εσύ αυτά.
Είναι εύκολο να κουνάμε σε κάποιον το δάχτυλο και να του λέμε «εσύ φταις», μα είναι πάντα δύσβατος ο δρόμος των δικών μας λαθών. Φαντάσου ένα μικρό παιδί που του λες να δώσει το παιχνίδι στην ξαδέρφη του για να παίξει κι εκείνη. Θα σε κοιτάξει μουτρωμένο και θα σου πει «δικό μου είναι» ακόμα κι αν έχει να παίξει μαζί του μέρες. Μα οι άνθρωποι δεν είναι παιχνίδια να περιμένουν στωικά στο κουτί πότε θα τους θυμηθείς κι ο καθένας έχει την επιλογή να ψάξει την ευτυχία του όπου αυτός νομίζει. Κι αυτό ναι, είναι κατάδικό του δικαίωμα.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου