Τικ τακ. Τικ τακ. Το ρολόι είναι, το ακούς; Πότε θα κοιμηθείς; Πέρασε η ώρα. Πάλι δε θα σηκώνεσαι το πρωί κι όταν επιτέλους καταφέρεις και σηκωθείς, θα ‘σαι σαν να παίζεις στο «Η επιστροφή των Zombie 3». Σε κούρασαν τα ξενύχτια, είτε είναι για δουλειά και διάβασμα είτε για διασκέδαση, δεν τα αντέχει πλέον ο οργανισμός σου. Τι 25 και τι 52; Το αποτέλεσμα είναι ίδιο. Πάντα η επόμενη μέρα μετά από ξενύχτι θα ‘ναι μέρα ζωντανών νεκρών.
Ξυπνάς, εννοείται με το ζόρι, μετά από πολλή προσπάθεια και κάπως καθυστερημένα –μόνο που δεν πετάξεις το ξυπνητήρι απ’ το παράθυρο για να το κάνεις να σταματήσει να χτυπάει–, με εκείνο το βλέμμα κάτι ανάμεσα στο «θέλω καφέ» και «μη μου μιλάτε, σκοτώνω άνθρωπο». Μια εξάντληση τόσο σωματική όσο και ψυχολογική σ’ αναγκάζει να σου υποσχεθείς, για άλλη μία φορά, πως από ‘δω και πέρα θα κοιμάσαι νωρίς. Αναρωτιέσαι πως άντεχες στα μαθητικά σου χρόνια, πώς είχες τόση ενέργεια κάθε μέρα ενώ είχες διαρκώς –υποχρεωτικό– πολύ πρωινό ξύπνημα. Απάντηση φυσικά και δε βρίσκεις, δε θες να παραδεχτείς πως μεγάλωσες, δε γέρασες κιόλας. Απλά, όσο κυλά ο χρόνος, ο οργανισμός μας αναπτύσσει μια αλλεργία στο ξενύχτι.
Σέρνεις, λοιπόν, με τα πολλά, το κουφάρι σου ως τη μηχανή του καφέ -βάλσαμο, το μαγικό φίλτρο μοιάζει η μόνη ελπίδα κάτι τέτοιες ώρες. Πονάει όλο σου το σώμα, τα μάτια σου κόκκινα και πρησμένα φωνάζουν «αϋπνία», κι σκέφτεσαι μήπως έσκαβες χθες βράδυ ή έσωζες τον κόσμο, γι’ αυτό τόση κούραση, αλλά, όχι, ούτε έσκαβες ούτε Batman έγινες.
Αν ξενύχτησες επειδή δούλευες πάνω σε κάτι ή διάβαζες για μια εξέταση, το επόμενο πρωί, εκτός απ’ το να γκρινιάζεις και να νιώθεις μια εξάντληση, θα σε βρει τουλάχιστον και με μια αίσθηση ικανοποίησης, με ένα χαμόγελο πως τα κατάφερες, τελείωσες ό,τι σου ανατέθηκε, τήρησες το χρονοδιάγραμμά σου, κι ας θυσίασες την ξεκούρασή σου, χαλάλι λίγη αϋπνία μπροστά στην επιτυχία.
Αν, όμως, το ξενύχτι σου ήταν αφιερωμένο σε νυχτοπερπατήματα και μεθύσια με φίλους, τότε το επόμενο πρωί σου φέρνει δωράκι έναν ωραιότατο πονοκέφαλο κι υποσχέσεις του τύπου «δε θα ξανά πιω ποτέ» -προσφορά του καταστήματος κι αυτές, μαζί με τα σφηνάκια, για τα μπουκάλια που ανοίξατε χθες.
Αν δε βγεις, όμως, και λιγάκι τώρα που ακόμα μπορείς κι έχεις την όρεξη, πότε θα το κάνεις; Αν δε μεθύσεις και δε διασκεδάσεις μέχρι πρωίας τώρα που δεν έχεις ακόμα πολλές υποχρεώσεις, πότε θα τα ζήσεις όλα αυτά; Θα τα κάνεις, λοιπόν, κι αυτά και θα συμβιβαστείς με την ιδέα πως μετά από ένα ξέφρενο πάρτι θα σε περιμένει μια μέρα δύσκολη, μια μέρα που αν ήταν ταινία θα ‘χε τίτλο «ο εφιάλτης στο δρόμο με τους καφέδες».
Εφιαλτικό, λοιπόν, το πρωινό από ξενύχτι σε club, ειδικά μετά από κάποια ηλικία. Όπως και να το κάνουμε άλλες αντοχές έχεις στα 18, άλλες στα 28. Έχεις δοκιμάσει τα πάντα, ήπιες καφέ, γάλα, μπόλικο νερό, έφαγες καλά αλλά και πάλι τίποτα. Το κεφάλι σου δε λέει να ησυχάσει απ’ το βουητό κι εσύ με βλέμμα χαμένο επαναλαμβάνεις πως δε θα ξαναβάλεις αλκοόλ στο στόμα σου -μπας και σε πιστέψεις.
Δύσκολα τα ξενύχτια, ο ύπνος μας αγαπάει, η έλλειψή του μας παιδεύει∙ ειδικά αν μεγαλώνοντας εξελίχθηκες κι εσύ σε ένα σπιτογατάκι, που προτιμά πιο χαλαρές καταστάσεις και χουχουλιάζει απ’ τις 11, ή αν κρύβεις ένα παράξενο παππουδάκι μέσα σου, που θέλει την ησυχία του και την ξεκούρασή του (ανεξάρτητα απ’ το πόσο είσαι), τότε πραγματικά υποφέρεις.
Όσο κι αν μας ταλαιπωρούν, όμως, οι επόμενες απ’ τα ξενύχτια μας μέρες, ας φροντίζουμε τουλάχιστον να περνάμε καλά τα προηγούμενα βράδια μας, να διασκεδάζουμε πραγματικά, να απολαμβάνουμε τις στιγμές μας, να δημιουργούμε έντονες αναμνήσεις ή έστω να θέτουμε βάσεις για την εξέλιξή μας, να αξίζει έτσι κι η γκρίνια μας μετά.
Η ζωή είναι τώρα, τι περιμένουμε και δεν τη ζούμε;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη