Από μικρά παιδιά μαθαίνουμε να κρατάμε εφεδρικά πράγματα στη ζωή μας· να μαζεύουμε χρήματα, να κρατάμε σημειώσεις, να μην πετάμε πράγματα και κυρίως να μην ξεκόβουμε σχέσεις, μην τυχόν τα χρειαστούμε στο μέλλον και δεν τα έχουμε. Αυτό το τελευταίο, είναι που μας στοίχισε και περισσότερο εφόσον δε μάθαμε να λέμε «αντίο» σε οτιδήποτε δεν ήθελε να μας λέει καν «γεια». Η φράση «κράτα καμιά καβάτζα» που έγινε σήμα κατατεθέν στις ζωές μας και την παρεξηγήσαμε τόσο, είναι αυτή που μάλλον θα έπρεπε να έχουμε ξεχάσει.
Χρόνια ολόκληρα δεχόμασταν συμβουλές για την αξία της καλής καβάτζας. «Σίγουρα θα το χρειαστείς στο μέλλον. Να μάθεις να μαζεύεις, να μην έχεις ανάγκη κανέναν!» ακούγαμε και το ενστερνιζόμασταν στο έπακρο. Δίκιο θα είχαν για να το έλεγαν. Ύστερα ξεκινούσε η αγωνία. «Έχω τώρα, αλλά μέχρι πότε;». Οπότε ψάχναμε και ψάχναμε για να κρατήσουμε στην άκρη. Συναισθήματα, λεφτά, φαγητό, ανθρώπους.
Έπρεπε να περάσουν χρόνια και να πληγώσουμε πολλούς για να συνειδητοποιήσουμε το κακό που κάνουμε όταν φερόμαστε στους ανθρώπους της ζωής μας σαν να είναι τα δυο κιλά πατάτες που πήραμε “για να υπάρχουν” κι έβγαλαν σκουλήκια στην αποθήκη. Μπορεί να μη νιώθεις κάτι για το πρόσωπο που τόσο θέλει να προσπαθεί για να κερδίσει την καρδιά σου και παρ’ όλα αυτά να μην το αφήνεις να φύγει γιατί δε θέλεις να νιώσεις ότι χάνεις αυτό το οποίο στο οποίο θα μπορούσες να επιστρέψεις ανά πάσα στιγμή αν δεν έβρισκες αυτό που ζητούσες.
Δε χρειάζεται πολλά για να κρατήσεις έναν άνθρωπο ως καβάτζα στη ζωή σου. Φτάνει μόνο να του μιλάς συχνά, πού και πού να δίνεις καμιά ελπίδα κι αν επιμένει πολύ, να πηγαίνεις και μια βόλτα. Γενικά, στις καβατζες σου πρέπει να δίνεις τόσο, όσο, ώστε να μη δώσεις πολλές ελπίδες και δεν μπορέσεις να φύγεις αν βρεις κάτι καλύτερο. Αλλά, μην τυχόν δε δίνεις και καμία και βαρεθεί η καβάτζα σου κι αρχίσει να ψάχνει τον έρωτα άλλου. Τόσο όσο να γυρνάει για περισσότερα, που δε θα τα έχει ποτέ.
Η συνταγή συντήρησης της καβάτζας είναι εύκολη κι ανήθικη. Είναι ένα εγωιστικό παιχνίδι που παίζεις χωρίς αντίπαλο γιατί δεν του λες καν ότι παίζετε. Κι αν τώρα σκέφτεσαι «τι μαλακίες λέει αυτή, εγώ προσέχω τον εαυτό μου» είναι επειδή έτσι μάθαμε. Αν είναι για το καλό μας, ας φάει και κανείς μια φόλα, τι έγινε; Ας λέμε το «πληγώνω τους άλλους αλλά χέστηκα γιατί εγώ νιώθω καλά» κι ας καλύπτουμε αυτό μας το κόμπλεξ, την ανήθικη αυτή πράξη με ένα «προσέχω τον εαυτό μου» για να μη νιώθουμε τύψεις.
Το μόνο που πραγματικά προσέχουμε, όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο είναι ο εγωισμός κι η έπαρσή μας που τα κρατάμε και τα δυο στα ύψη αφού νιώθουμε ποθητοί, άρα κι επιβεβαιωνόμαστε. Αισθανόμαστε ότι κάποιος μας κυνηγάει ενώ εμείς ταυτόχρονα είμαστε χαλαροί, ελεύθεροι και παίζουμε με οτιδήποτε μας κινεί το ενδιαφέρον. Είμαστε τρόπαια.
Ένας άνθρωπος που δεν αγαπά πραγματικά τον εαυτό του και δε τον γνωρίζει καλά, σπανίως δείχνει διάθεση κι επιθυμία να μείνει μόνος με την αφεντιά του. Απεχθάνεται να μην έχει ανθρώπους που τον θαυμάζουν και τον κυνηγούν στη ζωή του αφού αυτό είναι το όπλο του για να καλύψει την ανασφάλεια και το αίσθημα κατωτερότητας που τον πνίγουν. Αυτό όμως, δεν το βλέπεις ποτέ όσο το ζεις. Όσο το ζεις κολακεύεσαι. Κι αν καμιά φορά πέσεις ο ίδιος στην παγίδα σου κι αρχίζεις και δέχεσαι να έρχεσαι δεύτερος και καταϊδρωμένος στη ζωή κάποιου με το πρόσχημα ενός έρωτα που περιμένει την ανταπόκριση, είναι επειδή νιώθεις ότι σου αξίζει.
Οι καβατζες τα σιγουράκια ή όπως αλλιώς θέλεις να τα πεις, είναι απλώς άνθρωποι που θεωρείς πως μπορείς να χειριστείς εύκολα ώστε όποτε χρειαστείς, να είναι εκεί για σένα αλλά εσύ ποτέ εκεί για εκείνους. Ασφαλώς εσύ ταυτόχρονα κυνηγάς τα «μεγάλα και σπουδαία» που όμως, βαθιά μέσα σου αισθάνεσαι ότι δεν τα αξίζεις και ποτέ δε θα τα αποκτήσεις. Αυτός ο τελευταίος είναι κι ένας από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους θεωρείς χρέος σου να κρατάς καβάτζες. Κι ο βασικός λόγος που χάνεις όντως τα σπουδαία. Γιατί δε βλέπεις ποια είναι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου