Η ζωή μας δεν αποτελείται μόνο από ευτυχισμένες στιγμές, ευχάριστα γεγονότα, λάμψη και φως. Πολλές φορές καλούμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε και καταστάσεις που ενδεχομένως δε θα θέλαμε ή δε θα νιώθαμε έτοιμοι να τις αντιμετωπίσουμε μέχρι που το να το κάνουμε, είναι η μοναδική μας επιλογή. Όσο είμαστε μικροί βλέπουμε τα άτομα της οικογένειάς μας ως άτρωτα, ως αυτά που δε θα τους συμβεί ποτέ τίποτα, θα είναι πάντα δίπλα μας και θα φροντίζουν εκείνοι για οτιδήποτε μάς απασχολεί.
Ωστόσο, ενίοτε η ζωή μάς διαψεύδει. Έρχεται η στιγμή που εκείνοι πρέπει να υποβληθούν σε κάποια εξέταση, σε κάποια χειρουργική επέμβαση ή σε θεραπεία και τότε εμείς τι; Εμείς, ανεξαρτήτως της ηλικίας μας, χάνουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας. Νιώθουμε ανήμποροι, σαν να μην έχουμε τη δύναμη να δεχθούμε αυτό που ακούμε και ξαφνικά πρέπει ν’ αναλάβουμε δράση, να πάρουμε τα ηνία και να οδηγήσουμε την οικογένεια στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Ίσως πρόκειται για ξαφνική ενηλικίωση αφού διαλύεται το παιδικό μας όνειρο που ήθελε τους πάντες γύρω μας να είναι γεροί και να μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν τα πάντα μόνοι τους κι αυτοί να πρέπει να φροντίζουν εμάς, όχι εμείς εκείνους.
Ξαφνικά έχουν αυτοί την ανάγκη μας, πράγμα φυσικό κι επόμενο εφόσον όσο περνούν τα χρόνια, ο οργανισμός του ανθρώπου φθείρεται κι έχει ανάγκη περισσότερη φροντίδα από πριν ή βοήθεια από τα άτομα του περιβάλλοντός του. Όταν είμαστε παιδιά, βλέπουμε τον μπαμπά μας να τρέχει για όλα τα ζητήματα της οικογένειάς μας, να δουλεύει και να παίζει μετά μαζί μας, είναι ο γίγαντας κι ο ήρωάς μας, που απαγορεύεται να πάθει οτιδήποτε ή να νιώσει ότι κάτι δεν μπορεί να κάνει. Η μαμά μας φροντίζει τα πάντα κι ενσαρκώνει τη δική μας σούπερ γούμαν που κανείς δεν μπορεί να τη ρίξει. Τους απαγορεύεται να έχουν τρωτά σημεία ή ν’ αρρωστήσουν και να χρειαστεί εμείς να τους φροντίσουμε γιατί έτσι θα διαλυθεί το σύμπαν που έχουμε φτιάξει στο μυαλουδάκι μας.
Αντιστρέφονται οι ρόλοι κι εμείς πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερού αφού ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματική ζωή, με τη ζωή αυτή που έχει ευθύνες, υποχρεώσεις και δυσκολίες, που δεν παίρνουμε τηλέφωνο και λέμε «Μπαμπά, έγινε αυτό» και μας λέει «Μην αγχώνεσαι, το ‘χω» γιατί τώρα πρέπει εμείς να το ‘χούμε, πρέπει να βγούμε από τον βούρκο και να παλέψουμε ξαφνικά τη ζωή. Πρέπει να φροντίσουμε το σπίτι, να τους δώσουμε αγάπη για να ξεπεράσουν το πρόβλημά τους και να επιστρέψουν σύντομα στην καθημερινότητά τους, να τους μαγειρέψουμε, να τους φροντίσουμε και να τους στηρίξουμε όπως έκαναν εκείνοι σε κάθε παιδική μας ασθένεια, σε κάθε δύσκολη στιγμή μας.
Δεν είναι εύκολο να βλέπεις ότι κι οι γονείς σου είναι άνθρωποι γιατί μας μεγαλώνουν με την άποψη ότι δε θα μας έχουν ανάγκη κι ότι δε θα μας χρειαστούν αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή στη ζωή τους θα μας πάρουν τηλέφωνο κι εμείς θα πρέπει να τρέξουμε για βοήθεια. Θα πρέπει να μείνουμε έξω από μια αίθουσα νοσοκομείου, ν’ ακολουθήσουμε με το αυτοκίνητο ένα ασθενοφόρο, να τους κρατήσουμε το χέρι στο «δεν μπορώ» τους και να τους πάμε το φαγητό στην ανάρρωσή τους.
Τα προβλήματα των γονιών μας είναι σαν να μας χτυπούν καμπανάκι ότι όσο εμείς μεγαλώνουμε, τόσο μεγαλώνουν κι εκείνοι. Κι αν καμιά φορά πίσω από κλειστές πόρτες νοσοκομείου νιώσουμε να μάς κόβονται τα γόνατα, είναι γιατί δεν υπάρχουν άτρωτα σημεία σε κανέναν μας κι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαμε ν’ αντλήσουμε τη δύναμη που μαζεύουμε τόσα χρόνια και ν’ αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε κατάσταση μάς φέρει η ζωή. Γιατί τελικά, είναι η μόνη μας επιλογή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου