Τι είναι ο έρωτας; Μια καραμέλα σε χιλιάδες στόματα, ενδεχομένως, που κατά καιρούς κοιμούνται και ξυπνάνε δίνοντάς της εκατοντάδες ερμηνείες για να καταλήξουμε στο -επίσης- χιλιοειπωμένο: «τα πάντα είναι έρωτας». Κι αν τα πάντα είναι έρωτας, γιατί τόσοι άνθρωποι εκεί έξω τον ψάχνουν ταυτόχρονα και δεν τον βρίσκουν; Μόνο μαζί τους παριστάνει τον καμπόσο και παίζει κρυφτό ή εκείνοι δεν έχουν πάει οφθαλμίατρο και δεν μπορούν να τον δουν όταν είναι μπροστά τους και παντού γύρω τους; Μάλλον σ’ αυτό το σημείο πρέπει να παραδεχθούμε ότι τελικά δεν είναι τα πάντα έρωτας, διαλύοντας έτσι τη ρομαντική ψευδαίσθηση που έχει δημιουργηθεί γύρω του.

Δεν αγαπάμε πάντα ό,τι κάνουμε, δε βλέπουμε κάποιον και νιώθουμε σκίρτημα στην καρδιά μας, βλέποντας καρδούλες κι αστεράκια στον ουρανό, δε ζούμε κάθε μέρα μας σαν να έχουμε βγει από διαφήμιση που τρέχαμε ανέμελοι στο λιβάδι. Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές κάνουμε πράγματα ή βρισκόμαστε σ’ έναν χώρο εργασίας που είναι μίλια μακριά από ό,τι αποκαλείται έρωτας, αλλά πρέπει να είμαστε εκεί γιατί χρειαζόμαστε τη δουλειά -κανένας λογαριασμός δεν πληρώθηκε ποτέ με έρωτα-, διαβάζουμε κάτι που δεν είναι έρωτας, επειδή όντως μας είναι χρήσιμο, ερωτευόμαστε κάποιον και δε μας ερωτεύεται ή μας ερωτεύεται αλλά δεν τον ερωτευόμαστε, γιατί μας προσφέρει ασφάλεια. Όσο κυνικό κι αν ακούγεται, ξέρεις ότι είναι αλήθεια, απλώς βολεύει να ρίχνουμε λίγη χρυσόσκονη και να τα ονομάζουμε όλα έρωτα, θέλοντας να δώσουμε μια άλλη διάσταση σε οτιδήποτε κάνουμε.

 

 

Ερωτευόμαστε κάποιον και δε μας ερωτεύεται ή μας ερωτεύεται, αλλά δεν τον ερωτευόμαστε κι αυτό είναι απλώς τυχαίο∙ αυτή είναι ίσως η πιο κοινή παραδοχή για τον έρωτα. Μπορεί εσένα να σ’ ερωτευτεί ένας από τους υπέροχους ανθρώπους αυτού του πλανήτη, να σε βλέπει και να θέλει να σου χαρίσει τον ουρανό με τ’ άστρα, αλλά εσύ να μη νιώθεις τη δύναμη και την τρέλα αυτών που νιώθει ο άλλος άνθρωπος, γιατί δε σου είναι αρκετό- όχι επειδή δε σου προσφέρει πληθώρα συναισθημάτων ή επειδή δεν υπάρχει προθυμία για προσπάθεια αλλά επειδή τίποτα δε μας είναι αρκετό αν δεν είναι αμοιβαίο!

Κάποιος άλλος μπορεί να σου δώσει ψίχουλα φροντίδας κι ενδιαφέροντος, να μην έχει τη διάθεση να επενδύσει τίποτα σε προσπάθεια για να δουλέψει το μεταξύ σας αλλά εσύ να νιώθεις ότι επειδή προέρχεται από αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο κι επειδή υπάρχει το λίγο παραπάνω συναίσθημα από τη δική σου πλευρά, σου φθάνει και σου περισσεύει. Έτσι, ξεκινάς κάτι που στο τέλος θα σε βρει με την ατάκα «μετά από τόσο καιρό που προσπαθούμε, κατάλαβα ότι δεν μπορώ να σ’ ερωτευτώ». Κι άντε μετά ν’ αναπληρώσεις τον χαμένο χρόνο όσο εσύ ερωτευόσουν και για τους δύο.

Αν επιστρέφαμε τώρα στην αρχική μας ερώτηση περί ορισμού του έρωτα, ίσως λέγαμε ότι είναι μια σύμβαση, αφού ο άνθρωπος προτιμά να ζει με παρέα κι όχι τελείως μόνος του, οπότε ψάχνει κι επιλέγει -αλλά κι επιλέγεται- συνήθως κάποιον κι από κάποιον με κοινά στοιχεία στον χαρακτήρα του προκειμένου να «ταιριάζουν», να τα πηγαίνουν καλά, οπότε κι η συνύπαρξή τους να είναι σχετικά εύκολη. Σαφέστατα κι ο καθένας βιώνει τον δικό του έρωτα, τη δική του έκρηξη συναισθημάτων διαφορετικά από κάποιον άλλον, με τον ολόδικό του τρόπο, αλλά ενίοτε δεν είναι κακό να παραδεχθούμε ότι δεν είναι όλα στη ζωή έρωτας, ούτε μας βρίσκει σε μια στιγμή και μας συντροφεύει για πάντα, ούτε είναι πάντα αμοιβαίος κι έρχεται στρώνοντας τον δρόμο με ροδοπέταλα. Κι αυτό είναι απλώς μια πραγματικότητα.

Συντάκτης: Κατερίνα Μάρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου