Ο έρωτας μπορεί να μη χτυπά συχνά την πόρτα της ζωής σου ή να είσαι από τους ανθρώπους εκείνους που δύσκολα θα βρουν κάτι που να τους εξάπτει τόσο τη φαντασία που να θέλουν να μπλέξουν την καρδιά τους σε μια ερωτική ιστορία με αβέβαιο τέλος. Όταν, όμως, βρεθεί εκείνο το άτομο που έχει κάτι παραπάνω από όλους όσους έχεις συναντήσει ως τώρα και σου πέρασαν αδιάφοροι, αρχίζει εκείνο το περίεργο σκίρτημα στην καρδιά σου και μια έντονη επιθυμία να υπάρξει συνέχεια, πάση θυσία.

Θέλεις να κάνεις τον άνθρωπο που σου κέντρισε το ενδιαφέρον να νοιαστεί για σένα. Θέλεις να σ’ ερωτευτεί, με μια θέληση τόσο ισχυρή που παθαίνεις κι εσύ ο ίδιος σοκ με το πόσο σε παρακινεί να προσπαθήσεις. Επιθυμείς το άτομο αυτό να θέλει κι αυτό να προσπαθήσει για σενα‧ και δεν υπάρχει κάτι πιο ερωτικό από έναν άνθρωπο αποφασισμένο να προσπαθήσει γι’ αυτό που θέλει να κερδίσει!

Ωστόσο, κάθε προσπάθειά μας δεν έχει πάντοτε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δε γίνονται πάντα όλα όπως τα επιθυμούμε και σίγουρα δεν μπορούμε εμείς να αποφασίσουμε τι θα θελήσει ο άλλος άνθρωπος. Είμαστε υπεύθυνοι για όσα νιώθουμε, σκεφτόμαστε και λέμε οι ίδιοι, ουδεμία ευθύνη φέρουμε για τον άνθρωπο απέναντί μας που θέλουμε να τον μπλέξουμε στα δίχτυα της γοητείας μας κι αυτός μάλλον δε θέλει. «Δε θέλει!» Μα πώς τολμά μετά από τόση προσπάθεια; Θεωρητικά, κανείς δε μένει ασυγκίνητος όταν βλέπει ότι ένα άλλο άτομο προσπαθεί τόσο πολύ για να κερδίσει μια θέση στην καρδιά του. Πρακτικά, κανείς δεν μπορεί να συγκινηθεί τόσο, όσο θα θέλαμε αν δεν ενδιαφέρεται έστω και λίγο από την αρχή.

 

 

Η πράξη εκείνη που μπορεί να μη σηκώνει αμφιβολία πρόθεσης δεν είναι η απόρριψη που ίσως νιώσεις από το άτομο αυτό με μισόλογα ή με διακριτικές προσποιήσεις, αλλά μια άλλη φράση που κανείς από τους απανταχού ερωτευμένους δε θέλει ποτέ να ακούσει από το άτομο που τον ενδιαφέρει. «Σε βλέπω φιλικά» ή ακόμη χειρότερα «Θέλω να γίνουμε φίλοι». Στο άκουσμα αυτών των φράσεων, ο εσωτερικός σου κόσμος καταρρέει κι εσύ ψάχνεις να δώσεις τηλέφωνα από οφθαλμιάτρους για να πάψει να βλέπει ό,τι δε θέλεις ποτέ να δει. Μα φιλικά;

Δεν μπορείς να καταλάβεις αν το εννοεί κανείς το «σε βλέπω φιλικά» ή αν είναι απλώς ο ευγενικός τρόπος που διάλεξε ώστε να δώσει την ξεκάθαρη απόρριψή του προσπαθώντας να το κάνει όσο πιο ανώδυνο γίνεται. Είναι όμως, πράγματι μια φράση που κάνει πιο ανώδυνη την απόρριψη ή είναι μια φράση που πονάει περισσότερο κι από όλα τα «διαβάστηκε» του κόσμου μαζί;

Μάλλον το δεύτερο, αφού κανείς δεν μπορεί να δεχθεί με μεγάλη ευκολία ότι το άτομο που έκανε την καρδιά του να σκιρτά τόσο έντονα και τον έκανε να χαμογελά σε κάθε γκλινκ του κινητού, τώρα του λέει ότι δεν υπάρχει κανένα ερωτικό ενδιαφέρον από πλευράς και μάλιστα δεν υπήρξε και ποτέ ούτε καν η πρόθεση. Θέλει απλώς να γίνουν δυο καλοί φίλοι. Προφανώς κι η ενόχληση ή το σφίξιμο που μπορεί να νιώσεις στο στομάχι είναι μεγαλύτερο, γιατί καταλαβαίνεις ότι δεν είναι μια φράση που την εννοεί, δε θα βγείτε αύριο για καφέ να πείτε τα νέα σας, ή για μπίρες να σου πει για τη νέα του κατάκτηση. Είναι μια φράση που τη λέει απλώς για να την πει, τη λέει γιατί το «δε μ’ αρέσεις» είναι πολύ ωμό για να το λέμε εύκολα.

Δεν μπορείς να αναγκάσεις κάποιον να σε δει με τον τρόπο που θέλεις να σε δει ούτε να τον κάνεις να προσπαθήσει για κάτι που δεν τον ενδιαφέρει απλώς και μόνο επειδή η δική σου καρδιά λέει το «ναι». Μπορείς να σεβαστείς αυτό που λέει, μπορείς να λυπηθείς, μπορείς να γκρινιάξεις αλλά μετά χρωστάς στον εαυτό σου την ευκαιρία να προσπαθήσει για έναν άνθρωπο που θα προσπαθεί εξίσου και θα θέλει να ζήσει μαζί σου όλες τις μεγάλες ιστορίες αγάπης του κόσμου.

Συντάκτης: Κατερίνα Μάρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου