Συχνά, οι άνθρωποι προσπαθούν να μη δεθούν μ’ εκείνον που κάνει την καρδούλα τους να χτυπά πιο δυνατά γιατί θεωρούν ότι το να βάλεις τον εαυτό σου σε μια τέτοια κατάσταση που η διάθεσή σου θα εξαρτάται από τη συμπεριφορά (και) κάποιου άλλου, θα είναι χειρότερο από το να δέσεις τον εαυτό σου με μια ατομική βόμβα και να δώσεις το κουμπί στον χειρότερο εχθρό σου. Γίναμε με τη θέλησή μας ρομποτάκια που τρέχουν όλη μέρα προκειμένου να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της καθημερινότητάς τους, τρέχουν να προλάβουν τη δουλειά, τα μαθήματα, τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και χίλια δυο άλλα. Φαντάσου να πρέπει να προλάβουν και τον έρωτα!
Έτσι, επιλέγουν κάτι χαλαρό, πείθουν τους εαυτούς σου ότι δεν καίγονται για τον άνθρωπο που έχουν δίπλα τους, δεν έχουν πολλά συναισθήματα- δεν τους το επιτρέπουν- απλώς περνάνε την ώρα τους μαζί τους, τόσο όσο χρειάζεται για να μπορούν να φύγουν χωρίς να διαλυθούν. Το έχουν πει τόσες πολλές φορές που έχουν σχεδόν πείσει και τους εαυτούς τους, καταλήγοντας σε μια «ελεύθερη αποκλειστικότητα». Είναι μαζί αλλά είναι κι ελεύθεροι ώστε να μη νιώσουν την ταμπέλα της σχέσης να τους πνίγει σαν θηλιά στον λαιμό.
Είστε μαζί αλλά, δεν είστε. Πόσο να το αντέξετε αυτό άραγε, και πόση ανασφάλεια χαρίζει στον καθένα σας; Ακριβώς εξαιτίας αυτής της αβεβαιότητας, ξεκινάει μια διαρκής αγωνία για τη φύση των συναισθημάτων, για την αγνότητα των προθέσεων. Αν τύχει και η μια πλευρά θελήσει κάτι παραπάνω, σχεδόν ντρέπεται να το επικοινωνήσει, στρεσάρεται κι έτσι απομονώνεται. Η άλλη πλευρά έχει φροντίσει γι’ αυτό, με σταθερά και μεθοδικά βήματα. Με την ασάφεια και το μπες-βγες που ποτέ δεν είναι ξεκάθαρη είσοδος, αλλά και ποτέ ξεκάθαρη έξοδος.
Ταυτόχρονα όμως, δεν μπορεί ν’ αντέξει στην ιδέα ότι αυτό που έχει μπορεί να το χει και κάποιος άλλος, ή ότι η καρδιά -ή μάλλον ο έλεγχος- του θύματός του δεν είναι δοσμένα αποκλειστικά και μόνο σ’ εκείνον. Βάσει αυτού καταλήγει να ζητά αποκλειστικότητα ο άνθρωπος που δεν ήθελε με τίποτα να σου δώσει τη δική του αφοσίωση, δεν ήθελε με τίποτα να δηλώσει ρητά και κατηγορηματικά ότι μόνο μαζί σου θέλει ν’ ανάβει και να σβήνει, μόνο εσένα θέλει να συναντά και μόνο σ’ εσένα θέλει να στέλνει ερωτικά μηνύματα. Μόνο εσένα, μόνο για σένα!
Σε πιάνει ένας ενθουσιασμός κι ευχαριστείς τη μοίρα, το σύμπαν, τον Θεό ή τ’ άστρα που σας έφεραν επιτέλους κοντά και συνειδητοποίησε ο άνθρωπός σου ότι θέλει να είστε μαζί, πως δε χρειάζεται να ψάχνει πουθενά αλλού για να σε βρει. Σ’ είχε ήδη αλλά εθελοτυφλούσε. Είναι όντως έτσι, όμως, ή τώρα εθελοτυφλείς εσύ;
Ένας άνθρωπος που δεν ήταν ποτέ αποφασισμένος να σου δώσει αποκλειστικότητα αλλά τώρα τη ζητά από σένα, δεν είναι ένας άνθρωπος που προτίθεται να στη δώσει έτσι κι αλλιώς. Θέλει εσύ να είσαι αποκλειστικά και μόνο ο δικός του άνθρωπος- αυτός φυσικά και θα συνεχίζει να έχει καρδιά που χωράει αγάπη για όλον τον κόσμο και κρεβάτι μεγάλων διαστάσεων, για να μην στριμώχνονται οι κατακτήσεις του.
Δεν τη δέχεσαι την ευθύνη για την αλήθεια που ήξερες αλλά δεν παραδεχόσουν ούτε στον εαυτό σου για να μη χαλάσει το παραμύθι που τόσο είχε ανάγκη η καρδιά σου να ζήσει. Εσύ εκεί, ο “έρωτάς σου” όμως, όπου τύχει. Και μάλιστα με απαίτηση. Ζητά να σταματήσεις να ψάχνεσαι γιατί έχεις ήδη βρει το δέκατο καλό ενώ το άτομο απέναντί σου θα συνεχίσει να έχει ελευθέρας, είτε το γνωρίζεις, είτε όχι, λειτουργώντας με τρόπο που δε σας καθιστά ίσους. Για την ακρίβεια, είναι μια βαθιά μορφή υποτίμησης.
Δεν μπορείς να αναγκάσεις κάποιον να μείνει μαζί σου αν δε νιώθει ότι θέλει να το κάνει, ούτε όμως μπορείς να υποβάλεις τον εαυτό σου σε μια συνθήκη κατά την οποία εσύ θα δεσμεύεις εσένα χωρίς να νιώθεις την επιθυμητή χαρά κι ηρεμία. Δεν είναι πυροτέχνημα και σαγήνη το να κυνηγάς μια αποκλειστικότητα που δε σου προσφέρεται, είναι βία. Δεν είναι ότι κάποτε θα είναι έτοιμο το άτομο που έχεις δίπλα σου να σου την προσφέρει, εφόσον σου τη ζητάει και δε θέλει να τη δώσει. Είναι κτητικότητα που αγγίζει τα όρια της κακοποίησης.
Αν δε θέλει να είστε μαζί, ας μην είστε. Αλλά να είναι ο ένας κι άλλος να μην είναι, είναι είτε παραίσθηση, είτε αόρατη βία. Και τα δυο δε φαίνονται, απλώς το ένα, υπάρχει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου