Υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι που περνάνε από τη ζωή μας. Κάποιοι έρχονται για να μείνουν και κάποιοι άλλοι για να φύγουν. Όπως και να έχει, κι οι δύο έχουν έναν σκοπό με την ένταξή τους στη ζωή μας αλλά και τον τρόπο τους να τον εκπληρώνουν. Όμως, υπάρχουν και αυτοί που έρχονται σαν ταξιδιώτες, άλλοτε κατεβαίνουν σε λάθος στάση, άλλοτε κάνουν βόλτες στις ίδιες και τις ίδιες γειτονιές κι άλλοτε χάνονται μετά από λίγο καιρό, σχεδόν σαν να μην ήρθαν ποτέ. Λίγοι μας φέρθηκαν καλά, κι εμείς πολύ βιαστήκαμε να ωραιοποιήσουμε και να ρομαντικοποιήσουμε τα όσα ζήσαμε μαζί τους, με αποτέλεσμα να καταλήξουμε να σιγοκαίμε για αυτούς και να «πεθαίνουμε».
Γιατί η αλήθεια είναι πως όσο βάζεις έναν άνθρωπο μες στο μυαλό και την καρδιά σου, τόσο εκείνος ριζώνει, τόσο γίνεται κομμάτι σου, μέρος του εαυτού σου. Νιώθεις πως όσο μακριά σου κι αν φύγει αυτός ο άνθρωπος, δεν μπορεί πραγματικά να απομακρυνθεί, γιατί είναι σαν ένα μέλος του σώματός σου, που χωρίς αυτό δε ζεις. Νιώθεις πως η ανάσα σου γίνεται όλο και πιο αδύναμη όσο δεν αναπνέεις δίπλα του και ξαφνικά τίποτα δεν έχει νόημα και όλα φαίνεται να τα έχει καταπιεί αυτό το κενό που όλοι λένε.
Μέχρι που γίνεται το κλικ, αυτό το μαγικό κλικ. Αν κάτσουμε και σκεφτούμε πόσες φορές έχουμε ξαφνικά ταρακουνηθεί κι έχουμε αποκολληθεί από μια κατάσταση μπορούμε εύκολα να δούμε πως όλα τελικά είναι ένα απλό snap του μυαλού μας. Και ναι, το μυαλό μπορεί να μην είναι ο πιο δυνατός μυς του ανθρώπινου σώματος, μπορεί να μην είναι εμφανής, όμως είναι εκείνος από τον οποίο περνάνε όλα. Είναι ο λόγος ο οποίος νιώθουμε, αντιλαμβανόμαστε, κινούμαστε και ονειρευόμαστε. Έτσι γίνεται και με τις καταστάσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Όσο και αν έχουμε θεοποιήσει έναν άνθρωπο ή τη φάση μαζί του, συνήθως προς το τέλος, όταν ξεκινάει να τελειώνει η υπομονή μας μαζί του, τότε απλά γυρνάει ο διακόπτης στο μυαλό μας και όλα με μιας σβήνουν.
Σβήνουν όμως γιατί δεν υπήρξαν πραγματικά ποτέ; Κάποια πράγματα σβήνονται από το υποσυνείδητό μας γιατί δεν είχαν τη δύναμη να μείνουν παραπάνω. Και κάποια άλλα επιλέξαμε εμείς να τα βγάλουμε από μέσα μας γιατί ίσως έτσι ήταν καλύτερα. Όμως το τι μένει και το τι φεύγει δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είναι απόλυτα στο χέρι μας. Δυστυχώς γιατί ίσως κάποια απ’ αυτά ν’ άξιζε να μείνουν κι ευτυχώς γιατί τις περισσότερες φορές μας πληγώνουν πολύ όσο παραμένουν μέσα μας. Και τότε έρχεται η σειρά αυτού του αόρατου διακόπτη.
Ο διακόπτης αυτός, που ας υποθέσουμε πως υπάρχει στο εσωτερικό του εγκεφάλου μας, είναι θεωρητικά όπως ένας γενικός διακόπτης ενός ηλεκτρολογικού πίνακα. Ο κάθε ηλεκτρολογικός πίνακας μπορεί να αντέξει κάποιες συγκεκριμένες κιλοβατώρες για να λειτουργήσει άρτια. Έτσι, όταν υπερβούμε αυτόν τον αριθμό, ο γενικός πέφτει. Και πέφτει για να μην πάρει φωτιά λόγω υπερβολικής τάσης.
Κάπως έτσι γίνεται και με τον εαυτό μας. Από τα πολλά συναισθήματα και τη φόρτιση την οποία ο εαυτός μας δέχεται, για να προστατεύσει ό,τι έχει απομείνει, κλείνει τον δικό του «γενικό». Για να μπορέσει έτσι, ίσως κάποια στιγμή που θα έχει πια αλλάξει το «ρελέ διαφυγής» να λειτουργήσει σε φυσιολογικούς ρυθμούς όπως θα έπρεπε εξ αρχής. Όμως ο εγκέφαλος μας και γενικά όλα όσα έχουμε μέσα μας, δεν μπορούν να στηριχτούν στο να ανοιγοκλείνουν μόνιμα απότομα, γιατί προφανώς θα καούνε. Και δε θα υπάρχει πια κανένα «ρελέ διαφυγής» για να μας σώσει και να μας κάνει να λειτουργήσουμε όπως στην αρχή. Άλλωστε άλλη «αντοχή» έχει ένας «πίνακας» με ελάχιστη ζημιά και άλλη κάποιος σχεδόν κατεστραμμένος -κάποιος που ο ιδιοκτήτης του, υπερεκτίμησε απλά τις δυνάμεις του.
Καμιά φορά ό,τι δεν μπορούμε να κάνουμε εμείς για τον εαυτό μας, επιλέγει ο ίδιος να το κάνει, μήπως και σώσει κάτι έστω την τελευταία στιγμή. Κι ας μη μας ρωτήσει. Και ας μην επιλέξουμε εμείς συνειδητά να το κάνουμε. Ίσως έτσι να είναι καλύτερα κάποιες φορές.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου