Ξεκινώντας να γνωρίσουμε έναν άνθρωπο, πολλές φορές έχουμε σχεδόν δεδομένο πως για να ξεκινάει κάτι ερωτικό με εμάς είναι και απαραίτητα μόνο με εμάς. Είναι όμως; Η κατάσταση είναι 50%-50%. Για κάποιους είναι δεδομένο και για κάποιους όχι. Το θέμα είναι να ανήκουμε στην κατηγορία που ξέρει αν υπάρχει κάτι άλλο στη ζωή του αμόρε, να μην είμαστε με την απορία. Κι αν έχουμε ήδη υποψιαστεί κάτι, και μας καίει σαν αυγουστιάτικος ήλιος, γιατί πολύ απλά δε ρωτάμε; Φοβόμαστε κάτι ή μήπως σκεφτόμαστε «καλύτερα να περιμένουμε τον άλλον να κάνει την κίνησή του»;
Γενικότερα δεν έχουμε όλοι τις ίδιες προθέσεις στην αρχή μιας γνωριμίας, ή τη γνώση του «τι πάμε να ξεκινήσουμε μαζί του;». Όπως δεν είμαστε και όλοι ίδιοι στο τι θέλουμε να μοιραστούμε -κι αν θέλουμε κιόλας. Και μπορεί μερικές φορές να ξεγελάμε τον παρτάκια μέσα μας λέγοντάς του πως δεν αφορά κανέναν η προσωπική του ζωή, αλλά δεν είναι έτσι. Όταν βάζουμε κάποιον μες στη ζωή μας, η εξίσωση γίνεται δευτεροβάθμια. Κι αν λοιπόν ανακατεύεται και τρίτο άτομο γίνεται τριτοβάθμια. Κι αν εμείς γουστάρουμε τα μαθηματικά καλώς, αλλά πρέπει να το ξέρουν και τα υπόλοιπα άτομα, γιατί κι η δική τους ζωή, έγινε ξαφνικά περίπλοκη εξίσωση, από αριθμητική πράξη.
Το αν σε νοιάζει η κατάσταση ή όχι δε θα έπρεπε να επηρεάζει την ειλικρίνειά σου. Γιατί πρέπει να είσαι εξαρχής ξεκάθαρος με τον άλλον. «Είμαι αυτός, θέλω αυτό, μπορώ μέχρι εκεί, δεν είμαι διατεθειμένος για κάτι τέτοιο, τελεία.», γιατί η ειλικρίνεια σου θα καθορίσει τη συνέχεια και την εξέλιξη της σχέσης.
Όμως αν το άλλο άτομο δεν είναι ξεκάθαρο ή διατεθειμένο ξεκαθαρίσει το τοπίο, τότε η δική μας θέση ποια είναι; Ίσως εμείς θα πρέπει να είμαστε εκείνοι που θα κάνουμε τη νύξη του θέματος. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους μπορεί κάποιος να μην μπορεί ή να μη θέλει να είναι ξεκάθαρος. Μπορεί να μην ξέρει ακόμη ο ίδιος τι είναι αυτό που γουστάρει, ή μπορεί να μην είναι έτοιμος να το αποκαλύψει. Είναι και μερικοί άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να σε βάλουν στη διαδικασία να λύσεις το παζλ, να παίξεις με τα κομμάτια. Το πώς συμπεριφέρονται όμως οι άλλοι δε θα έπρεπε να καθορίζει τις δικές μας κινήσεις. Ειδικά αν εξ αρχής, εμείς ξέρουμε ακριβώς τι ζητάμε.
Μαθαίνοντας εάν το άλλο άτομο είναι all in, αν μπλοφάρει ή αν τελικά έχει σκοπό να πάει πάσο, μαθαίνουμε κι εμείς με τη σειρά μας τι να περιμένουμε, τι είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε και τι όχι, σύμφωνα με τα καινούργια στοιχεία. Όταν φεύγουν τα σύννεφα τις απορίας για το αν ο άλλος έχει κάτι άλλο πέρα από μας, μάς δίνεται αυτόματα η επιλογή να διαλέξουμε ανάμεσα στο να ρισκάρουμε να συνεχίσουμε εν γνώση μας ή να αποφασίσουμε όλο αυτό να σταματήσει. Αυτή η επιλογή δε θα μας δινόταν ποτέ αν μέναμε στο σκοτάδι ή αν περιμέναμε από τον άλλο να γίνει ξεκάθαρος. Αν επιλέξουμε να μη ρωτήσουμε, αυτόματα έχουμε μερίδιο ευθύνης για το τι θα γίνει στη συνέχεια. Ρωτώντας όμως, το δικό μας μερίδιο ευθύνης ελευθερώνεται κι έχουμε τουλάχιστον τη δική μας μεριά ξεκάθαρη.
Γιατί λοιπόν να χάνουμε χρόνο και συναισθήματα ενώ μπορούμε απλά να κάνουμε μια ερώτηση; Γιατί να στεναχωριόμαστε και να ζαλίζουμε τις παρέες γιατί στριφογυρίζει στο μυαλό μας ένα «αν». Άλλωστε αν ρωτήσουμε, ξαφνικά το αν, γίνεται απλά μια απάντηση. Και το παιχνίδι το κερδίζει αυτός που έχει ρωτήσει ή και οι δύο.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου