Συνηθισμένο φαινόμενο να ανήκουν ελάχιστοι άνθρωποι στη λίστα των συμπαθειών μας. Αρκετοί εκείνοι που τρέφουν φιλικά αισθήματα για άτομα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού κι ακόμη περισσότεροι εκείνοι που συμπαθούν ίσως μόνο τον εαυτό τους. Αν ρωτήσεις γιατί συμπαθούν αυτή τη μειοψηφία, θα ‘χουν λόγους που να εξηγεί γιατί ξεχωρίζουν ορισμένα πρόσωπα. Αν, όμως, ρωτήσεις γιατί αντιπαθούν όλους τους άλλους; Μάλλον δε θα μπορέσουν να σου απαντήσουν, για τον απλούστατο λόγο πως δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο κριτήριο. Είναι, όμως, φυσιολογικό να απορρίπτουμε απευθείας κάποιον με την αιτιολογία «Δε μου αρέσει η φάτσα του» ή «Μόνο που ακούω τη φωνή της/του νευριάζω»;
Σίγουρα, δεν υπάρχει χώρος στη ζωή μας για όλους. Κρατάμε εκείνους για τους οποίους βρίσκουμε έστω ένα λόγο για να θέλουμε να μείνουν. Είτε γιατί μας φροντίζουν, γιατί μαζί τους περνάμε καλά, γιατί μας δένουν μνήμες και χρόνια, αφού έχουμε μεγαλώσει μαζί, ίσως ακόμα και για το χιούμορ τους ή, αν το δούμε κυνικά, και καθαρά συμφεροντολογικά.
Για να τα δούμε όλα αυτά, χρειάστηκε πρώτα να μας δώσουν μια θετική εικόνα. Πολλές φορές, απ’ τα πρώτα κιόλας λεπτά στην αρχή της γνωριμίας μας με κάποιον, μπορεί απ’ το πρώτο κιόλας «γεια» να αισθανθούμε πως δε γίνεται κάποιο «κλικ» ανάμεσά μας, ίσως μόνο να πατιέται εκείνος ο διακόπτης του αβίαστου εκνευρισμού. Ξέρεις διαισθητικά πως με αυτό το άτομο δεν υπάρχει καμία περίπτωση να τα πας καλά. Χωρίς απαραίτητα να προηγηθεί κάτι, απλά το νιώθεις και μέσα σου ξέρεις πως δεν κάνεις λάθος.
Δε χρειαζόμαστε, όμως, πάντα το ένστικτό μας και κάποια απροσδιόριστη εσωτερική φωνή να μας δώσει ένα αρνητικό σήμα για να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο συμπάθειας με κάποια πρόσωπα. Ορισμένα πράγματα είναι εμφανή, χωρίς να χρειάζονται χρόνο για να αποκαλυφθούν. Κάποιοι μας δίνουν λόγους να μην τους χωνέψουμε απ’ τα πρώτα λεπτά της επαφής μας. Ο τρόπος που μας μιλούν, η αγένεια σε τρίτους (ή και σε μας τους ίδιους), οι συνήθειες, η αδιακρισία αρκούν για να μη θέλουμε να γνωριστούμε περισσότερο.
Πολλές φορές πάλι ίσως να βλέπουμε το όλο θέμα ανταγωνιστικά, να ‘μαστε αρκετά όμοιοι ή να βλέπουμε σε ‘κείνους όσα θα θέλαμε εμείς να ‘χαμε. Ίσως να υποβόσκει κι ένα είδος ζήλιας, ειδικά ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι νυν σύντροφοι των πρώην μας (κι αντίστοιχα οι πρώην των νυν μας). Δε χρειάζεται να τους γνωρίσουμε για να τους αντιπαθήσουμε, αρκεί η ιδιότητά τους.
Συνεπώς, όταν η συζήτηση έρχεται στο για ποιο λόγο δε συμπαθείς κάποιο άτομο, ίσως οι λόγοι που ισχυρίζεσαι πως δεν υπάρχουν να ‘ναι ασυνείδητοι ή βαθύτεροι που δεν τους έχεις εντοπίσει ή δε θες να τους παραδεχθείς. Δε χρειάζεται πάντα ιδιαίτερος λόγος να μη γουστάρεις κάποιον, κάποτε αρκεί ένα περίεργο βλέμμα ή μια κίνηση που σου φάνηκε παράξενη. Κι απλά εκεί τελειώνουν όλα, πριν καν αρχίσουν, πριν μπούμε στον κόπο να μάθουμε κάποιον ή να του επιτρέψουμε να μας δείξει ποιος πραγματικά είναι.
Η πρώτη εντύπωση ίσως και να ‘ναι το παν. Αν κάτι δεν ξεκινήσει καλά, απλά θα σταματήσει εκεί. Είναι θέμα ψυχολογίας, ενστίκτου και φάσης. Ίσως να ‘μαστε ήδη κουρασμένοι κι απογοητευμένοι ή απλά ανυπόμονοι. Μερικές φορές μπορεί να κάνουμε λάθος και να στερούμε ευκαιρίες από ‘κείνους πους τις αξίζουν, που αν δίναμε χρόνο να γνωριστούμε, ίσως και να αναπτύσσαμε μια φιλία ή και κάτι παραπάνω. Χρειάζεται, όμως, να υπάρχει η ίδια διάθεση κι απ’ τις δύο πλευρές. Γιατί αν ο ένας δε θέλει, δεν έχει νόημα.
Ξεροκέφαλοι και βιαστικοί, λοιπόν. Αν απ’ την πρώτη στιγμή δε μας κάτσει καλά στο μάτι κάποιο άτομο, κι ο καλύτερος άνθρωπος στο κόσμο να ‘ναι ο άλλος, αν ο δικός μας χαρακτήρας είναι αμετάπειστος, δύσκολα θα αλλάξουμε γνώμη κι ίσως άδικα προσπαθήσει κι εκείνος αλλά και εμείς, αν αποφασίσουμε να δώσουμε μια ευκαιρία. Ίσως να ήταν καλύτερα να μείνουμε με εκείνους που ζήσαμε εξαρχής, αμοιβαία, το κλικ της συμπάθειας κι υπάρχουν ενδείξεις για δημιουργία μιας βαθύτερης σχέσης κι όχι να προσπαθούμε να δημιουργήσουμε αιτίες για να συμπαθήσουμε κάποιον που εξαρχής δε μας ενέπνευσε κάτι θετικό.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη