«Αν υπάρχει χημεία, όλα είναι λεπτομέρειες.» Τι εστί, όμως, χημεία; Την έχουμε εξαρχής ή εξαπατάμε τους εαυτούς μας, επειδή θέλουμε να ταιριάξουμε με κάποιο συγκεκριμένο άτομο; Μήπως θα μπορούσαμε να βρούμε έναν τρόπο να δημιουργήσουμε τη χημεία; Ή μήπως δημιουργείται από μόνη της με τον καιρό;

Όταν γνωρίσουμε ένα άτομο και νιώσουμε έλξη γι’ αυτό, δημιουργούμε συνήθως την αυταπάτη στον εαυτό μας πως απ’ τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα αισθανθήκαμε κάτι μαγικό, πως νιώσαμε εκρήξεις και φυσικά πως υπάρχει έντονη χημεία ανάμεσά μας. Η αλήθεια είναι πως μπορεί με την πρώτη ματιά να υπάρξει αμοιβαία έλξη ανάμεσα σε δύο άτομα, απ’ την πρώτη κιόλας χειραψία, απ’ το πρώτο γέλιο. Δεν ξέρεις, όμως, ακόμα αν αυτό μπορείς να το ονομάσεις «χημεία». Υπάρχουν, άλλωστε, κι όλες εκείνες οι περιπτώσεις ανθρώπων που στις πρώτες στιγμές ανάμεσά τους δε γεννήθηκε απολύτως τίποτα ή που το μόνο που αισθάνθηκαν ήταν μια αντιπάθεια (ίσως ακόμη κι απέχθεια) κι αργότερα συνειδητοποίησαν πόσο έντονη χημεία είχαν.

Συνήθως, όσο γνωρίζουμε έναν άνθρωπο, τόσο αντιλαμβανόμαστε αν υπάρχει προοπτική για κάποιο ταίριασμα και δέσιμο ανάμεσά μας ή όχι. Μέσα από τις καταστάσεις που ζούμε, τις στιγμές που περνάμε μαζί, ακόμα και μέσα απ’ τους τσακωμούς και τις διαφωνίες μας. Βασικά, ειδικά εκεί καταλαβαίνουμε τι είναι η χημεία κι αν υπάρχει.

Σαφώς, λοιπόν, κι είναι σημαντικό να τη βρούμε σ’ έναν άνθρωπο. Χωρίς αυτή, μιλάμε για μια χλιαρότητα, που δε μας επιτρέπει να αναπτύξουμε ουσιαστική ένωση, ούτε θα υπάρξει μέλλον, αφού πάνω σε αυτήν την αίσθηση του ταιριάσματος στηρίζεται η πορεία μιας σχέσης. Με τον καιρό, ωστόσο, με τις κοινές εμπειρίες και την οικειότητα, μεγαλώνουμε την αγάπη και τη χημεία ανάμεσά μας. Με υποχωρήσεις κι επιμονή.

Κι εκείνη η χημεία, η κινηματογραφική, που μας κάνει να πιστεύουμε στη μοίρα, το κάρμα και την εγκεφαλική επικοινωνία, αν υπάρχει, είναι κάτι τόσο υπέροχο, που όλοι μας θα έπρεπε να ζήσουμε. Είναι ωραίο να ξέρεις τι εννοεί ο άλλος χωρίς καν να χρειάζεται να μιλήσει, να ξέρεις τι χρειάζεται, να ξέρεις ακόμα το τι έχει μέσα στο κεφάλι του, κάθε στιγμή, να μαντεύεις την επόμενη κίνησή του, να ξέρει ακριβώς πώς νιώθεις εσύ, τι χρειάζεσαι και τι έχεις ανάγκη και να στο δίνει πριν καν το ζητήσεις. Να γνωρίζει ποτέ είναι η σωστή ώρα για το καθετί, χωρίς κόπο, απλά να συμβαίνει.

Υπάρχει, όμως, κι η άλλη πλευρά. Αφού η χημεία αυτή είναι τόσο μοναδική κι άρα και τόσο σπάνια, δεν είναι οι λίγες οι φορές που τη φανταζόμαστε εκεί που δεν τη συναντάμε. Και μένουμε να επιμένουμε σε κάτι που ίσως και ποτέ να μην ‘ρθει, μέχρι που πια μας γίνεται εμμονή. Αναπτύσσοντας μια σχέση στην οποία θα θέλαμε να υπήρχε χημεία, όμως δεν υπάρχει, και κάνοντας υπερπροσπάθειες για την ανάπτυξή της, καθιστούμε τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα, αφού είναι μονάχα μια δειλή δικαιολογία για να συντηρούμε μια αδιέξοδη κατάσταση και να κρατάμε στη ζωή μας κάτι τοξικό.

Στην ουσία, δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι ένα δικό μας ουράνιο τόξο, μια ψευδαίσθηση κάτι απροσδιόριστα δυνατού, το οποίο θα θέλαμε να υπάρχει, όμως είναι απλά ένα όνειρο, απ’ το οποίο σύντομα θα ξυπνήσουμε. Μέχρι να βρούμε το θάρρος να το παραδεχτούμε, προσπαθούμε να γεννήσουμε κάτι, να σώσουμε μια τελειωμένη σχέση, στο όνομα μιας ισχυρής χημείας. Μα αν υπήρχε, στα αλήθεια, όλα θα κυλούσαν αβίαστα κι εμείς δε θα χρειαζόταν να σπρώχνουμε τίποτα, παρά μόνο να απολαμβάνουμε.

Συνεπώς, είναι μάταιο να ονομάζουμε την ελπίδα μας, χημεία. Αν υπάρχει χημεία, δε χρειάζεται προσπάθεια. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε χρειάζεται προσπάθεια για να κρατηθεί μια σχέση, γιατί υπάρχουν και περιπτώσεις που επαναπαυόμαστε στην ιδέα της χημείας και, πρακτικά, δεν κάνουμε τίποτα για τον άνθρωπό μας και το μεταξύ μας, αφήνοντας το «μαζί» στον αυτόματο.

Όταν έχεις χημεία με κάποιον, απλά, το ξέρεις. Το νιώθεις, το αισθάνεσαι, το βλέπεις. Κι ίσως δε χρειάζεται να ψάξεις τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Παρά μόνο να το ζήσεις. Κι όσο το ζεις, κάθε μέρα θα συνειδητοποιείς πόσο τυχερός είσαι, γιατί δεν είναι όλοι τυχεροί, ούτε για να βρουν τον έρωτα της ζωής τους ούτε για να ζήσουν την απόλυτη εγκεφαλική και σωματική χημεία.

 

Συντάκτης: Μαρίλια Μυστεγνιώτου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη