Όταν αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα, που μάλιστα το θεωρούμε κι αρκετά σοβαρό (ανεξαρτήτως αν όντως είναι), μπορεί να καθόμαστε να το σκεφτόμαστε για μέρες. Στη δουλειά το κουβαλάμε μαζί, γιατί κάποιος πρέπει να το προσέχει! Όταν γυρνάμε σπίτι, όταν βγαίνουμε έξω με την παρέα, αυτό εκεί, μας ακολουθεί όπου κι αν πάμε.
Είτε είναι ένα μικρό ζήτημα είτε κάτι αντικειμενικά σημαντικό, συνηθίζουμε να το συζητάμε, γιατί νιώθουμε καλύτερα μοιράζοντάς το και σε κάθε εξομολόγησή του μας φεύγει κι ένα βάρος. Το κεφάλι μας ηρεμεί κι ως διά μαγείας όταν λέμε φωναχτά αυτό που μας ενοχλεί ή μας τρομάζει είναι λες κι αποδυναμώνεται κι ύστερα εξαφανίζεται. Συμβουλές θα ζητήσουμε, με την παρέα θα καταστρώσουμε πλάνα δράσης, μόνοι μας θα μονολογήσουμε, μπορεί ακόμη και να απευθυνθούμε και σε έναν ψυχολόγο, αν νιώθουμε πως δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη με όσα συμβαίνουν μέσα μας. Πέρα απ’ όλα αυτά τα πρόσωπα όμως, θα στραφούμε σίγουρα και σε ‘κείνη που μας ξέρει καλύτερα απ’ όλους. Στο πρόσωπο που ήταν εκεί για μας σε κάθε μας βήμα, που μας πρόσεχε όταν ήμασταν παιδιά και συνεχίζει να μας νοιάζεται με το ίδιο ενδιαφέρον όσο κι αν μεγαλώνουμε. Κι αυτή δεν είναι άλλη απ’ τη μαμά μας.
Ακόμη κι αν αρχικά αποφασίσουμε πως δε θέλουμε να της εκμυστηρευτούμε τι συμβαίνει για να μην την ανησυχήσουμε ή όταν πιστεύουμε πως πήραμε τη σωστή απόφαση και θέλουμε να αποφύγουμε ενδεχόμενη κριτική και δεύτερες σκέψεις, θα ‘ρθει η στιγμή που θα εκραγούμε και θα της αποκαλύψουμε τα πάντα -αν, δηλαδή, δεν τα είχε ήδη καταλάβει! Μάνα είναι αυτή κι όσα χρόνια κι αν περάσουν συνεχίζει να ’χει αυτές τις μαγικές δυνάμεις που της επιτρέπουν να διαβάζει το μυαλό μας και να ‘χει και δίκιο σε ό,τι πει.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, πέφτει πάντα μέσα, με έναν μαγικό τρόπο που πιστεύω κανένας μας δεν πρόκειται να καταλάβει. Αλλά αυτό είναι που κάνει τις συμβουλές της μαμάς τόσο σημαντικές, και συνήθως και τόσο σωστές. Ποιος ψυχολόγος και ποιοι φίλοι θα μας νιώσουν όπως εκείνη; Όταν υπάρχει η μάνα όλοι οι άλλοι μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Το ταλέντο της αυτό είναι μαζεμένη χρόνων πείρα σε συνδυασμό με το ότι μας γέννησε και μας έχει ζήσει όσο κανένας άλλος. Συνεπώς, έχει πάρει μάστερ στο να διαβάζει το πρόσωπό μας και να καταλαβαίνει πότε της λέμε ψέματα, πότε δεν είμαστε καλά και πότε μας απασχολεί κάτι. Το FBI θα χαιρόταν να συνεργαστεί μαζί της, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία περί αυτού, και νομίζω είναι κοινώς αποδεκτό.
Μπορεί να αγνοούμε το γεγονός πως είναι πάντα σωστή στις προβλέψεις της, γιατί το ‘χουμε συνηθίσει (και κάπως μισήσει) όλα αυτά τα χρόνια, όμως όταν έρχεται η ώρα να πάρουμε αποφάσεις, τρέχουμε στη μαμά μας -όπως κάναμε όταν ήμασταν παιδιά. Οι ρόλοι δεν αλλάζουν κι ευτυχώς εκείνη πάντα ξέρει τι να πει, πώς να το πει και πώς να μας εξηγήσει το παραμικρό. Φορώντας το επικριτικό μα συνάμα γλυκό της βλέμμα, που υποδηλώνει ανησυχία κι ενδιαφέρον, θα κάτσει να μας ακούσει. Στη συνέχεια, επειδή κατά πάσα πιθανότητα έχει περάσει μια παρόμοια κατάσταση, θα αρχίσει να φλυαρεί και να δίνει παραδείγματα, όπως στο δημοτικό, μέχρι να καταλάβουμε πού το πηγαίνει. Αναλόγως τη σοβαρότητα θα αλλάζει και το σχήμα των φρυδιών, η φωνή της θα ανεβοκατεβαίνει κι ίσως να μην είναι απολύτως σύμφωνη μαζί μας. Όμως τίποτα απ’ αυτά δεν έχουν σημασία, γιατί ως μάνα που είναι θα μας στηρίξει και θα μας βοηθήσει όσο μπορεί, ακόμη κι όταν δε θα της το ζητήσουμε.
Οι συμβουλές της μαμάς θα ‘ναι πάντα οι καλύτερες, γιατί είναι αληθινές και βγαλμένες μέσα απ’ την καρδιά της. Είναι αντικειμενική, θέλει το καλύτερο για μας και δεν έχει το παραμικρό κίνητρο να μας προδώσει. Ό,τι κι αν συμβεί, η μαμά μας θα ‘ναι δίπλα μας, και χαζομάρα να κάνουμε, άντε να παίξει στο repeat πάλι εκείνο το «Να με πεθάνεις θέλεις; Τι είναι αυτά που πας και κάνεις; Πότε θα σοβαρευτείς;».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη