Είναι βράδυ, σχεδόν μεσάνυχτα. Σε περιεργάζομαι και σκέφτομαι μέσα μου τι έκανα για έχω τέτοια τύχη που είσαι εσύ δίπλα μου– ευτυχώς κοιμάσαι βαθιά και δε νιώθεις το διαπεραστικό μου βλέμμα. Άργησες χθες στη δουλειά. Θυμάμαι αμυδρά πως σε κάλεσαν πάλι απ’ τα επείγοντα και μου ψιθύρισες στο αυτί, «Μωρό μου φεύγω, σ ’αγαπώ πολύ, θα γυρίσω πριν το καταλάβεις και θα σε πάρω αγκαλιά, υπόσχομαι». Πάντα έφευγες κι ερχόσουν σ’ ακατάστατες ώρες μα εγώ δεν έλεγα κάτι– πώς να τολμήσω να πω κάτι, αντιθέτως εγώ σε θαύμαζα στα κρυφά γι’ αυτό που έκανες.
Σού άρεσαν τα γράμματα που σου έγραφα καθημερινά. Τα άφηνα επάνω στο κρεβάτι, στην κουζίνα, στο γραφείο, στο ψυγείο. Ήταν γράμματα αγάπης και φιλίας, γεμάτα μικρές ιστορίες, τις δικές μας καθημερινές, ποιήματα με χαμόγελα και πολλά θαυμαστικά. Ήταν το δικό μας παιχνίδι.
Λοιπόν, εκείνο το βράδυ σε ήθελα πολύ, ήθελα το χάδι σου, τα χέρια σου γύρω από τη μέση μου, ήθελα το κεφάλι μου να ακουμπήσει το στήθος σου και να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς σου. Κάπως έτσι σε είχα ερωτευτεί πριν ένα χρόνο, με αυτές τις μικρές κινήσεις. Κι από το πουθενά με κατάφερες να σ’ αγαπήσω τόσο πολύ. Εγώ δεν είχα τίποτα να σου δώσω, παρά μόνο χαρτιά με λίγες λέξεις αραδιασμένες και που συνήθως δεν έβγαζαν νόημα.
Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι, έγραψα στα γρήγορα όλες αυτές τις σκέψεις στο χαρτί, το τσαλάκωσα και στο έριξα στο κομοδίνο. Θα ήταν η γλυκιά μου καλημέρα σκέφτηκα, χαμογέλασα και κουκουλώθηκα σαν γάτα στην αγκαλιά σου. Εκείνο το καταραμένο πρωινό σε έχασα. Δεν ένιωσα το χάδι μήτε τα χέρια σου στη μέση μου. Δεν ήσουν εκεί.
Οι ραγισμένες καρδιές κάνουν τους καλύτερους ποιητές έλεγε ο παππούς μου. Ο πόνος μου ήταν αβάσταχτος για μέρες, μήνες, χρόνια και η μόνη μου σωτηρία ήταν η πένα μου. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια ξαναζώ εκείνο το πρωινό της Κυριακής που δεν ήσουν εκεί.
Μα όταν οι καρδιές ραγίζουν, μεγαλώνουν κιόλας. Μας έδωσες ένα γερό μάθημα κι αυτό ήταν να μην αφήνουμε ανείπωτα λόγια πίσω, να ζούμε την κάθε στιγμή και να φροντίζουμε τους άλλους. Να μην περιμένουμε τις γιορτές, τους Αγίους Βαλεντίνους, τα γενέθλια για να ζήσουμε μαζί όλα όσα θέλουμε, να το κάνουμε καθημερινά. Έτσι ακριβώς όπως έγραφα τις μικρές μας ιστορίες κι έλεγα για την κούπα καφέ που τόσο αγαπούσα να κρατώ στο κρεβάτι καθώς μου διάβαζες το αγαπημένο μου βιβλίο. Ή όπως εκείνη τη φορά που ήρθες σπίτι, με φίλησες τόσο δυνατά, και μου είπες να πάρω τα πράγματά μου βιαστικά και να μπω στο αμάξι γιατί ήθελες να μου κάνεις μια έκπληξη. Μα δε σου είπα ποτέ ότι η μεγαλύτερη έκπληξη στη ζωή μου, ήσουν εσύ.
Σε ένα συρτάρι βρήκα μαζεμένα όλα τα γράμματα που σου είχα γράψει. Τα είχες δέσει με βαμβακερό μπεζ σχοινί, τέχνη που σου είχα μάθει εγώ όταν για 10 ολάκερες ώρες με βοηθούσες με τη διακόσμηση για τη βάφτιση ενός μικρού. Στην τελευταία σελίδα είχες αφήσει ένα χειρόγραφο σημείωμα που έλεγε:
«Σ’ αγαπώ για πάντα και μια μέρα.
Για τη πραγματική ηρωίδα της ζωής μου.
Σ’ ευχαριστώ για όλα.»
Εκείνη τη στιγμή βούρκωσα. Μέσα στο λίγο μου κατάφερα να γίνω το πάντα σου. Κι εγώ που νόμιζα ότι δεν είχα τίποτα να δώσω. Με μια πρόταση μου είχες δώσει ελπίδα. Έτσι λοιπόν έγραψα για σένα, για τα κατορθώματά σου και όλα τα όνειρά σου κι ας μην ήσουν εκεί για να τα δεις. Έδωσα υπόσχεση να μη σε ξεχάσω ποτέ, να σε τιμήσω και να συνεχίσω κι εγώ με τον τρόπο μου αυτό που μου είχες μάθει εσύ τόσο καλά– ν’ αγαπώ. Απλό, μα και τόσο σπουδαίο.
Αφιερωμένο στους ανθρώπους που αγαπάμε πιο πολύ- για να μην αφήνουμε στο αύριο αυτό που μπορούμε να κάνουμε σήμερα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου