«Κατεβαίνω υποψήφιος-α»· φράση που όταν ακούμε για πρώτη φορά, κυρίως δύο συναισθήματα μας κατακλείνουν. Η έκπληξη κι η αμφισβήτηση. Συνήθως, επιλέγουμε να απαντήσουμε «καλή επιτυχία», αλλά από μέσα μας περνάει και η σκέψη «από πού ως πού εσύ να ασχοληθείς με την πολιτική;».
Η ενασχόληση με την πολιτική, γενικότερα, είναι ένα θέμα ταμπού. Χρόνια τώρα, οποιοσδήποτε επιλέγει να ασχοληθεί και να επενδύσει χρήμα και χρόνο με σκοπό το συνολικό καλό, αντιμετωπίζεται επικριτικά. Όμως, ποιοι είναι αυτοί που θεωρούνται ως κατάλληλοι, ως επαγγελματίες πολιτικοί; Μήπως αυτοί που έχουν ξανα-εκλεγεί; Ίσως αυτοί που προέρχονται από πολιτικές οικογένειες; Ποιο κριτήριο θέτουμε όταν εμπιστευόμαστε έναν υποψήφιο πολιτικό; Άλλωστε, πόσο καλά γνωρίζουμε τους πολιτικούς μας; Πόσο εκ βάθος έχουμε αναζητήσει την καταλληλότητά τους; Κρίνουμε τις σπουδές τους; Μήπως τις εμπειρίες και τα βιώματά τους; Ή απλώς το όνομά τους;
Τα τελευταία χρόνια, επιλέγονται από διάφορα προοδευτικά κόμματα, άνθρωποι διαφόρων κλάδων εκτός πολιτικής σκηνής, για να εκπροσωπήσουν τον απλό λαό. Πράξη που αντιμετωπίζεται χλευαστικά και συχνά χρησιμοποιείται ως επίθεση στο ήθος του αντιπάλου από τους λοιπούς πολιτικούς αντιπάλους. Η ερώτηση που προκύπτει είναι: Χρειάζονται τέτοιες φωνές στη βουλή; Εν τέλει, από ποιον χρειάζεται εκπροσώπηση ο λαός; Από επαγγελματίες πολιτικούς ή από ανθρώπους, άσχετους με το Βήμα; Κι αν οι πρώτοι την έχουν ιδρώσει όπως λέμε τη φανέλα (κι όχι πάντα για καλό), οι τελευταίοι, μπορεί να μην έχουν ασκήσει πολιτική ποτέ ξανά προηγουμένως, αλλά σίγουρα, έχουν έναν τομέα της ζωής τους στον οποίο έχουν διαπρέψει και μπορούν να διαμορφώσουν τον πολιτικό χώρο, έτσι ώστε να λύνονται θέματα πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά.
Ένα είναι σίγουρο: χρειαζόμαστε την πολυφωνία. Χρειαζόμαστε ανθρώπους, που έχουν ένα background, το οποίο υποστηρίζουν και για το οποίο μάχονται. Αυτούς που έχουν εμπειρία. Ανθρώπους που είναι σε θέση να κρίνουν και να καταλάβουν το συνολικό, γενικό καλό. Ανθρώπους που έχουν βιώσει, οι ίδιοι την πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα και μέσω της φωνής τους, ακούγονται εκατομμύρια Έλληνες.
Η κάθε παράταξη οφείλει να σέβεται τους υποστηρικτές της. Οποιαδήποτε πολιτική πεποίθηση πρέπει να μένει σταθερή και διαφανής. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του γράφει: «Αφού όλες οι επιστήμες και οι τέχνες έχουν θέσει τελικό σκοπό τους ένα αγαθό, τότε το μεγαλύτερο αγαθό στον υπέρτατο βαθμό του, πρέπει να αποτελεί τελικό σκοπό εκείνης που κυριαρχεί πάνω απ’ όλες τις άλλες. Κι αυτή είναι η πολιτική δύναμη. Και αγαθό στην πολιτική είναι η δικαιοσύνη, δηλαδή το κοινό συμφέρον.» Ενώ, για την κατανομή των αξιωμάτων, ο Αριστοτέλης αναφέρει: «Τι είναι δηλαδή, δίκαιο και σε ποιους πρέπει να εφαρμόζεται, και ότι πρέπει να ισχύει η ισότητα μεταξύ ίσων. Και δεν πρέπει να μας διαφεύγει σε ποιους πρέπει να εφαρμόζεται η ισότητα και σε ποιους η ανισότητα, γιατί αυτό το ζήτημα γεννά απορίες και αφορά την πολιτική φιλοσοφία.»
Το λεπτό σημείο που αξίζει να αναφερθεί είναι, όταν οι πολιτικές παρατάξεις, αναλαμβάνουν να προωθήσουν τα κόμματά τους μέσω διάσημων προσώπων. Εκεί, το παιχνίδι χάνεται. Σκοπός του κόμματος αποτελεί πια, το influencing κι όχι η πολιτική αρετή.
Τέλος, πριν σκεφτούμε να λάβουμε μέρος στα κοινά, ας αναλογιστούμε πόσο δυνατές κι αυτόνομες είναι οι πεποιθήσεις μας, ώστε να παραμείνουν αμετάβλητες, μπροστά, στο χρήμα και στη δόξα. Τότε και μόνο τότε, μπορούμε να μιλάμε για πολιτική. Η φωνή του καθενός να παραμείνει δυνατή, για να μεταμορφωθεί σε άσμα, τόσο ηχηρό και συγκεκριμένο, που μπορεί όντως να κάνει τη διαφορά. Και ναι, ένας σπουδαίος πολιτικός μπορεί να προέρχεται από τον καθένα, αλλά σίγουρα δεν μπορεί ο καθένας να γίνει σπουδαίος πολιτικός.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου