Μεγάλο πράγμα ο γάμος από έρωτα κι ακόμα μεγαλύτερο τα παιδιά που έρχονται ως συνέχεια αυτού του έρωτα. Και κάπου εκεί, με τα χρόνια και τις δυσκολίες, ο έρωτας σβήνει και μένει μια συνήθεια, μια βαρεμάρα, μια γκρίνια. Όλα γυρίζουν γύρω απ’ τα παιδιά∙ σε ποιο σχολείο θα πάνε, τι θα φορέσουν, τι θα σπουδάσουν. Οι συζητήσεις ως ζευγάρι περιστρέφονται γύρω από αυτά, μιας και δεν έχουν κάτι άλλο να τους δένει.
Σαν να φοβάται το αντρόγυνο να μιλήσει για εκείνο, για τα προβλήματα που στην πραγματικότητα υπάρχουν κι απλά τα σκεπάζουν με το χαλί, μη φανερωθούν, και πώς θα κρατηθεί η εικόνα του αγαπημένου ζευγαριού στα μάτια των άλλων.
Και κάπως έτσι, περνούν κι άλλο τα χρόνια και τα παιδιά ενηλικιώνονται, έρχεται η ώρα να φύγουν κι εκείνοι δεν τα αφήνουν. Εκείνοι που τους γέννησαν και τους έδωσαν φτερά για να πετάνε, κάνουν τώρα προσπάθειες για να κοπούν τα φτερά και να φυλακιστούν στο πατρικό. Κι αυτό που φοβούνται είναι τι θα αντιμετωπίσουν σαν μείνουν οι δυο τους, φοβούνται τους εαυτούς τους, φοβούνται το κενό που έχει δημιουργηθεί, την απόσταση που άφησαν να υπάρξει ανάμεσά τους. Η δικαιολογία που είχαν, πως όλα είναι τα παιδιά τους, χάθηκε. Κι όμως, με το ζόρι πρέπει να τα κρατήσουν, είναι η άμυνά τους. Αν φύγουν, θα αρχίσει πόλεμος, και κανείς δεν ξέρει ποιος θα βγει νικητής.
Έτσι, αρχίζουν να χρησιμοποιούν ό,τι μέσο υπάρχει, προκειμένου να μη φύγουν τα ενήλικα παιδιά απ’ το σπίτι. Την επίκληση στο συναίσθημα, την αρρώστια, τις ενοχές, την τρομοκρατία (πού θα πάνε και πώς θα τα καταφέρουν;), την γκρίνια, την τοξικότητα και –προς Θεού– δε σημαίνει πως δεν τα αγαπάνε, τα λατρεύουν, έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν προκειμένου να ανατραφούν σωστά, ωστόσο τώρα ήρθε η ώρα κι εκείνα να επιστρέψουν κάτι ως αντάλλαγμα. Είναι η στιγμή να σώσουν τους γονείς τους απ’ την καταστροφή.
Δεν μπορεί το ανδρόγυνο να δεχτεί πως η φθορά θα τους οδηγήσει σε διαζύγιο μετά από τόσα χρόνια, σε αυτή την ηλικία. Πώς να αποδεχτούν τα σχόλια των γύρω τους, πώς να παραδεχτούν πως απέτυχαν ως ζευγάρι; Γιατί απέτυχαν, απέτυχαν να αγαπηθούν εκτός απ’ το να ερωτευτούν. Δεν κατάφεραν να θυμηθούν τι ήταν αυτό που θαύμαζε ο ένας στον άλλον και δεν είχαν το κουράγιο, όταν είδαν το πρόβλημα, να κρατήσουν τα μάτια ανοικτά και να το αντιμετωπίσουν. Ήταν ευκολότερο να κρεμαστούν στα παιδιά τους και να περιμένουν να μείνουν μαζί τους για πάντα, ούτως ώστε να μη νιώσουν ποτέ μόνοι τους.
Τη φοβούνται τη μοναξιά, τρομάζουν σαν την βλέπουν κατάματα κι ενώ ανέθρεψαν γενναία παιδιά, κάπου μέσα τους φρόντισαν να τα ποτίσουν και με όσα εκείνοι ήθελαν και ποτέ δεν πέτυχαν. Έτσι ελπίζανε πως εκείνα δε θα ξεχάσουν ποτέ τους αγαπημένους τους γονείς και δε θα τολμήσουν να απομακρυνθούν απ’ την οικογενειακή φωλιά που μπορείς, κάποιες φορές, να την αποκαλέσεις και φυλακή. Βαριά λέξη η φυλακή, εκείνα δεν το αντιλαμβάνονται, παρ’ όλα αυτά το αντρόγυνο σε αυτό τουλάχιστον έχει κοινή πορεία. Κι οι δύο προσπαθούν να τα φυλακίσουν, γιατί κι οι δύο, ο καθένας για τον δικό του λόγο αλλά μαζί σε αυτήν την προσπάθεια, έχουν έναν λόγο για να σιχαίνονται κι όχι απλά να μισούν τον άλλον, και μαζί και τους ίδιους τους τους εαυτούς.
Μα σαν δημιουργήσουν ενήλικες-παιδιά και τους κάνουν να στηρίζονται πάντα σε εκείνους, μόνο ευτυχία δε θα πρέπει να αισθάνονται. Γιατί, κάποια στιγμή, θα ‘ρθει η ώρα που θα φύγουν εκείνοι απ’ τη ζωή και τα παιδιά τους θα μείνουν ανώριμοι, ανίκανοι, ενήλικες. Μόνοι ενήλικες, γιατί συνήθως εκείνοι, οι γονείς, εμποδίζουν με διάφορος πλάγιους τρόπους τη δέσμευση των παιδιών τους, μην τυχόν και παντρευτούν και τους αφήσουν. Κι αυτοί οι ενήλικες-παιδιά δε θα καταφέρουν εύκολα να σταθούν στα πόδια τους ή θα ‘ναι πλέον σε μια ηλικία που η εύρεση ενός συντρόφου θα ‘χει γίνει λιγότερο εύκολη. Άρα τι; Τι πρέπει να νιώθουν ετούτοι οι γονείς, για όσα κερδίσουν λόγω του δικού τους φόβου, αν όχι ντροπή;
Και κάπως έτσι, η ζωή θα κυλήσει ήσυχα για εκείνους και δυστυχισμένα για τα παιδιά τους. Το παραμύθι θα τελειώσει κι ο δράκος στο τέλος θα φάει τα πριγκιπόπουλά τους και τις πριγκίπισσές τους…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη