Ίσως να ‘πρεπε να είχαμε μιλήσει νωρίτερα. Πριν φτάσουμε στο σημείο που είμαστε, να μη θέλουμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον στα μάτια. Αλλά ήτανε δύσκολο, δεν ήθελες να με κακοκαρδίσεις και δεν ήθελα να καταλάβω πόσο υπερέβαλλες εαυτό για να προσπαθήσεις να μου δώσεις αυτό που ήθελα. Με το ζόρι, όμως, δε γίνεται προκοπή. Δεν είναι κανένας ευτυχισμένος αλλά απογοητευμένοι κι οι δύο.

Η αγάπη που είχαμε ήταν μεγάλη κι ο θαυμασμός του ενός για τον άλλον ακόμα μεγαλύτερος. Όμως, πέρα από αυτά, υπάρχει και το σεξ, η επαφή δύο ανθρώπων που θέλει κοινό κώδικα επικοινωνίας κι αμοιβαία αποδοχή των όσων γίνονται. Εκεί, ωστόσο, είδαμε κατάματα την αλήθεια, την αδυναμία σου να μου προσφέρεις όσα ήθελα και την αδυναμία μου να το παραδεχτώ.

Στην αρχή είπα ότι θα το ξεπερνάγαμε, δεν υπάρχουν ταμπού ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που θέλουν ο ένας τον άλλον με πάθος, παρ’ όλα αυτά ήξερα μέσα μου ότι άφηνα στην άκρη την αντίληψη των πραγμάτων που μπορεί να διαφέρει, τον τρόπο που μεγάλωσε ο καθένας μας.

Ναι, το πάθος ενώνει κι ανάβει φωτιές, μα τίποτα δεν προχωράει αν δεν αποφασίσουμε να παραμερίσουμε τα βιώματά μας και τις αντιλήψεις που πιθανόν να μας κρατάνε πίσω. Κι εμείς δεν τα καταφέραμε. Ήταν ισχυρότερα από εμάς. Αν δε θέλεις κάτι, τότε δε θα το δώσεις ή θα το δώσεις με ενοχές, κι αυτό είναι χειρότερο, μιας κι αυτές οι ενοχές κρύβουν θυμό κι ανάγκη να ρίξουμε το φταίξιμο στον άλλον, αν κάτι δεν πάει καλά. Κρύβει απωθημένα πολλά κι αβάσταχτα.

Άλλωστε, αν ζορίσεις κάποιον –ακόμα και στην επαφή– το μόνο που καταφέρνεις είναι να τον πιέσεις και να του ασκήσεις ένα είδος πίεσης ή –για να τα λέμε καθαρά τα πράγματα– καταπίεσης, που μπορεί να ξεσπάσει μέσα του. Από τη δική του αγάπη για ‘σένα θα προσπαθήσει να κλείσει μέσα του όσα τον στριμώχνουν, κι αυτό μπορεί να επιβαρύνει την υγεία του, άρα και την ευτυχία του. Σίγουρα, με αγάπησες, αλλά αρρώστησες. Άρα μήπως εγώ δε σε αγάπησα αρκετά; Ή, τελικά, μήπως αγάπησα την εικόνα που είχα πλάσει στο μυαλό μου;

Πίστεψα πως μπορούσαμε να κάνουμε τα πάντα, όμως δεν κοίταξα κατάματα εσένα, αλλά εκείνο που ήθελα να κοιτάξω. Ο λαός μας λέει πως «με το ζόρι παντρειά δε γίνεται» και κάπως έτσι ήταν και για εμάς. Με το ζόρι δεν μπορώ να σε κάνω να νιώσεις σιγουριά για να κάνεις πράγματα που ξεπερνάνε τη δική σου νοοτροπία. Με το ζόρι δεν μπορούσες να κάνεις όσα δε σου άρεσαν. Είπαμε, θέλει συμμετοχή και των δύο και τα ερωτικά παιχνίδια γίνονται για να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα κι οι δύο. Δεν υπάρχει υποχρεωτική συμμετοχή και στο τέλος φιλική συμμετοχή σε όλα αυτά. Έλα, όμως, που τελικά καταλήξαμε θεατές κι όχι πρωταγωνιστές…

Ίσως να ‘πρεπε να γίνει ετούτη η κουβέντα νωρίτερα, για να μη μισήσουμε στο τέλος ο ένας τον άλλον. Να κρατήσουμε αγάπη κι αναμνήσεις που φέρνουν χαμόγελο. Γιατί τώρα εσύ θα φυλάξεις μέσα σου μόνο μια πίεση που δεχόσουν σε μόνιμη βάση, να κάνεις όσα δε σε εκφράζανε, κι εγώ μια μόνιμη πίεση για να πάρω όσα με εκφράζανε κι ένα κενό που δεν τα έλαβα, όπως θα ήθελα.

Δε συντονίστηκαν οι επιθυμίες μας. Μείναμε μονάχα στο «εγώ». Δε φτιάξαμε ένα «εμείς». Πώς να προχωρήσει μια σχέση άμα ο αριθμός «ένα» υπερισχύει του «δύο»; Έπρεπε να σεβαστούμε το καθετί που μας εξέφραζε, αν ήμασταν αποφασισμένοι να μείνουμε μαζί, ή έπρεπε να δούμε την αληθινή εικόνα μας. Μα φοβηθήκαμε, βολευτήκαμε -όπως θέλεις, πες το.

Να ’μαστε επομένως εδώ, να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα και να συνειδητοποιούμε πως ο μόνος δρόμος είναι ένας χωρισμός, ήρεμος και φιλικός. Σε ζόρισα, με έβρισες, σε αγάπησα με έναν δικό μου τρόπο, με μίσησες. Πήραμε παρ’ όλα αυτά ένα μάθημα κι οι δυο μας.

Μάθαμε πως η αληθινή σωματική επαφή κι η απόλυτη ολοκλήρωση έρχεται απ’ τον σύντροφο που ταιριάζουμε απόλυτα, απ’ τον σύντροφο που σεβόμαστε απόλυτα, απ’ τον σύντροφο που αποδεχόμαστε τα «θέλω» του.  Κι εμείς, αγάπη μου, κάπου τα χάσαμε όλα αυτά, δε βρίσκεις;

 

Συντάκτης: Γεωργία Κοκκονούζη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη