Κάποιες δεκαετίες πίσω ήταν ντροπή για την ελληνική κοινωνία να ‘σαι χωρισμένος γονιός. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ένα παιδί μπορεί να μεγαλώσει χωρίς να ‘ναι μαζί και με τους δύο γονείς και πώς μπορούν δύο άνθρωποι να μη σέβονται αυτό που λέει η Εκκλησία: Ους ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω.
Αλλάζουν, όμως, οι εποχές, αλλάζουν κι οι άνθρωποι, κατ’ επέκταση κι οι νοοτροπίες και πλέον δεν είναι μίασμα ο χωρισμός, αλλά αντίθετα συνειδητή απόφαση δύο ανθρώπων που βλέποντας την αδυναμία συνύπαρξής τους αποφασίζουν με γνώμονα τα παιδιά τους να ακολουθήσουν χωριστές πορείες ως σύντροφοι αλλά κοινή ως γονείς.
Κι αυτό μόνο δείγμα σοβαρότητας κι αληθινού ενδιαφέροντος μπορεί να ‘ναι για εκείνα τα πλάσματα που έφεραν στη ζωή όταν ακόμα η αγάπη τους ήταν δυνατή και γερή για να στηριχτεί το οικοδόμημα της οικογένειάς τους -ή έστω έτσι νόμιζαν. Αλλάζουν, ωστόσο, οι συνθήκες, αλλάζουν οι άνθρωποι, γιατί όλα ξεκινάνε από εκείνους και σταματάνε από εκείνους, και παίρνεται, τελικά, η απόφαση του χωρισμού.
Ένας χωρισμός, ωστόσο, δεν είναι το τέλος της ζωής τους. Πάντα θα ‘ναι γονείς όπως πάντα θα είναι κι άνθρωποι που πέραν της πατρικής ή μητρικής αγάπης που δίνουνε, χρειάζονται και την ερωτική και συντροφική αγάπη. Δεν τελειώνει η ζωή όταν χωρίζεις, σίγουρα μεγαλώνουν οι ευθύνες, γιατί πλέον οι οικογένειες είναι μονογονικές, όμως μέσα στις υποχρεώσεις που έχουν καθημερινά, έχουν ανάγκη κι από ένα σύντροφο.
Κι εδώ είναι που κάποιοι δυσκολεύονται να προχωρήσουν σε μια νέα σχέση, λόγω της άποψης που έχει εδραιωθεί μέσα τους. Μιας άποψης που λέει πως αυτό δε θα ‘ναι καλό για το παιδί. Μα αν το σκεφτούν θα συνειδητοποιήσουν ότι ούτε για εκείνους είναι καλό, επειδή ένας γονιός προσκολλημένος πάνω σε ένα παιδί είναι ένας γονιός που δε θα το αφήσει ποτέ να αναπνεύσει, να ανεξαρτητοποιηθεί.
Το πώς θα αποδεχτεί το παιδί τον νέο σύντροφο της μαμάς και τη νέα σύντροφο του μπαμπά εξαρτάται απ’ το πώς θα το πει ο γονιός, απ’ το πώς θα το κάνει να καταλάβει πως εκείνο θα ‘ναι πάντα το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής του, ωστόσο κι εκείνος είναι άνθρωπος κι έχει ανάγκη τη συντροφικότητα. Μέσα από αυτήν θα ισορροπήσει και –γιατί όχι– θα γίνει καλύτερος γονιός, αφού θα αισθάνεται πλήρης ως άνθρωπος.
Δεν αγάπησε και δε θεοποίησε κανένας τον γονιό που λέει πως θυσιάστηκε για τα παιδιά του. Μάλλον γιατί η πραγματικότητα είναι άλλη και κρύβει τον φόβο του ενήλικα γονιού να προχωρήσει παρακάτω. Ίσως από ανασφάλεια και δειλία για μια νέα αρχή, ίσως απ’ την έντονη ανησυχία για το τι θα πούνε οι γύρω, ίσως από δικές του φοβίες, που πηγάζουν απ’ τον τρόπο που εκείνος μεγάλωσε.
Αν δεν μπορούνε εύκολα να μιλήσουν στο παιδί τους, να εξηγήσουν όσα συμβαίνουν και να το κάνουν να καταλάβει πως δε θα αλλάξει ποτέ η αγάπη τους γι’ αυτά, τότε καλό θα είναι να αποταθούν στους ειδικούς, οι οποίοι και θα τους καθοδηγήσουν ανάλογα. Πιθανόν να ήταν ορθότερο να αποταθούν εξαρχής στους ειδικούς, προκειμένου να βοηθήσουν κι εκείνους, ούτως ώστε από κοινού να βρούνε ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που δυσκολεύονται να ξεκινήσουν μια νέα σχέση, καθότι ο πραγματικός λόγος είναι άλλος κι όχι το παιδί κι ο ψυχισμός του, που μόνος ως προσχηματικός μπορεί να χαρακτηριστεί.
Άρα, ας ξαναγυρίσουν στο μέσα τους, να το παρατηρήσουν και να αναρωτηθούν τι πραγματικά φταίει κι επιλέγουν ως δικαιολογία το παιδί για να αποφύγουν να ξαναβγούν στο φως, να αναζητήσουν έναν νέο συνοδοιπόρο και να καλύψουν τα κενά που (όσο και να θέλει) δε θα καταφέρει ένα παιδί να τους καλύψει. Γιατί τα παιδιά μεγαλώνουν, ενηλικιώνονται και φεύγουν κι οι γονείς που δόθηκαν ολοκληρωτικά σε εκείνα, μένουν μόνοι τους. Εκείνοι κι οι τεράστιες σιωπές μέσα σε ένα κενό δωμάτιο. Σιωπές που δε θα γεμίσουν ποτέ τις ψυχές τους.
Δεν υπάρχει λόγος συνεπώς να αισθάνονται ενοχές για την επιθυμία τους να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους. Αντίθετα, ενοχές θα πρέπει να αισθάνονται όταν εγκλωβίζουν τα παιδιά τους, όταν κρέμονται πάνω σε αυτά, προκειμένου να καλύψουν το κενό του συντρόφου κι αρνούνται να μάθουν στα παιδιά τους το βασικότερο πράγμα∙ πως η ισορροπία ενός ανθρώπου προκύπτει από διαφορετικά πράγματα, διαφορετικούς ρόλους και διαφορετικά αισθήματα. Διαφορετικά κομμάτια ενός παζλ που σαν ενωθούν δίνουν αυτό που θα πρέπει να επιδιώκουν όλοι: την ευτυχία.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη