Είναι δύσκολο να αποχαιρετάν τα παιδιά τους, τους φίλους τους, τους  συμφοιτητές. Να δακρύζουν μαζί τους και να τους ακούνε να τους  λένε με κόμπο στη φωνή ότι στην πρώτη ευκαιρία, όταν φτιάξουνε τα πράγματα, θα γυρίσουν πάλι πίσω. Μέσα τους ξέρουν ότι δε θα γυρίσουν, τουλάχιστον όχι ένα μεγάλο μέρος από αυτούς.

Αφού βάλουνε τη δουλειά τους σε μια καλή σειρά, θα κάνουνε νέο κύκλο γνωριμιών. Θα βρούνε σύντροφο, θα συζήσουν, θα παντρευτούν, θα κάνουν παιδιά και μετά θα ζυγίσουν τα υπέρ που έχουν τώρα που απέκτησαν οικογένεια σε αυτή την ξένη χώρα και τα υπέρ της επιστροφής τους στην Ελλάδα. Και δυστυχώς η πλάστιγγα, σχεδόν πάντα, θα γείρει στα υπέρ του εξωτερικού.

Αλλά μέχρι να στρώσουν  τις ζωές τους, να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, θα πρέπει να προσπαθήσουν πολύ, να κουραστούν, να βάλουν τα κλάματα ίσως κάποιες στιγμές και να αισθανθούν κατάκοποι ψυχικά.

Τελικά, θα τα καταφέρουν, θα γίνουν μέρος της νέας χώρας τους, της νέας πατρίδας τους. Πάντα, όμως, μέσα τους θα νιώθουν ξένοι, ένας κομμάτι της ψυχής τους θα αισθάνεται άβολα.

Οι νέοι φίλοι τους δε θα καταλαβαίνουν εύκολα  τα δικά τους αστεία, δε θα μπορούν κάποιες στιγμές  να καταλάβουνε τη σκέψη τους, να μπουν στο μυαλό ενός Έλληνα μετανάστη. Μέσα τους πάντα θα σιγοκαίει η φλόγα της πατρίδας, των γονιών, των φίλων. Απ’ τη μια μεριά η οικογένεια κι απ’ την άλλη η απόρριψη απ’ τη χώρα σου, ίσως έτσι να το εκλαμβάνουν κάποιοι από αυτούς.

Κι ενώ εκείνοι είναι μακριά, παρά το σφίξιμο μέσα τους, οι γονείς θα παρηγορούνται με την καλή τύχη που έχουν τα παιδιά τους. Αλλά είναι πράγματι καλή τύχη να φεύγουνε απ’ την πατρίδα τους για να σταθούν ως επαγγελματίες; Κι οι στιγμές που θέλεις να είσαι δίπλα στον άλλον; Περνάνε οι γιορτές κι οι μέρες κι οι γονείς αδημονούν για τις καλοκαιρινές διακοπές, για να αγκαλιάσουν τα παιδιά τους. Παράλληλα πονάνε μαζί τους γιατί είναι πόνος να αναγκάζεσαι να φύγεις, όπως πόνος είναι να υποχρεώνεσαι να το δεχτείς ως αναπόφευκτο.

Οι νέοι φεύγουνε στην πλειονότητά τους. Και πίσω μένουνε εκείνοι που θέλουνε να δοκιμάσουν, να παλέψουν σαν μοναχικοί Δον Κιχώτες παρά τα εμπόδια. Μένουνε εκείνοι που αρνούνται να παραδεχτούν ότι όλα είναι χαμένα. Λένε και ξαναλένε στον εαυτό τους πως αν φύγουνε κι εκείνοι στο τέλος δε θα μείνει κανένας, θα χαθεί η ελπίδα.

Αναζητούν εναλλακτικές, ψάχνουν σε αγγελίες για κάτι που θα τους δώσει την ευκαιρία να μην πάψουν να ονειρεύονται. Προσπαθούν σε πείσμα των υπολοίπων να σταθούν στα πόδια τους, αλλά είναι χιλιάδες τα προβλήματα. Κι όμως συνεχίζουν να ελπίζουν, ίσως γιατί το όνειρο είναι το μόνο που μπορεί να τους κάνει να πεισμώσουν περισσότερο.

Μεταξύ εκείνων που φεύγουν, εκείνων που τους καρτερούν κι εκείνων που μένουν, δεν υπάρχει αυτός που είναι ο  σωστός ή ο λάθος. Είναι σκληρό να αποχαιρετάς τα παιδιά σου, σκληρό  να μεταναστεύεις κι εξίσου  σκληρό να αγωνίζεσαι καθημερινά ενάντια σε κάθε δυσκολία για το καλύτερο, γι’ αυτό που σου αξίζει.

Ίσως γιατί περάσαμε σε μια νέα μορφή μεταναστών. Παλαιότερα είχαμε τους εργάτες μετανάστες, σήμερα έχουμε τους μορφωμένους μετανάστες. Εκείνους που προσφέρουν τις γνώσεις τους σε μια άλλη χώρα, όμως μέσα  στην καρδιά τους η αγάπη τους κι η επιθυμία τους να βοηθήσουν την πατρίδα τους είναι δυνατή.

Άρθρα σε εφημερίδες, στην τηλεόραση μιλάνε για τη νέα γενιά που αποχωρεί και μένουνε στη διαπίστωση χωρίς να αναζητείται η λύση. Πιθανόν γιατί είναι δύσκολο να βρεθεί, ίσως γιατί δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα να αντιμετωπιστεί αυτό το κύμα μετανάστευσης.

Μπορεί να είναι κι αυτός ο λόγος που εκείνος ο μόνιμος κόμπος  στο λαιμό δε λέει να φύγει και τα δάκρυα απ’ τα μάτια δε στάζουν πια. Ίσως γιατί είναι τόση η κούραση που η καρδιά δεν έχει άλλη δύναμη να το παλέψει.

Συνεχίζουμε να πορευόμαστε ως έχουμε και λέμε ότι καλύτερα να αφήσουμε τη ζωή να μας πάει όπου εκείνη θεωρεί καλύτερα, μόνο που όταν αφήνεσαι έρμαιο των περιστάσεων τότε δεν μπορείς να βρεις λύση.

Μέχρι να βρούμε, λοιπόν, τη δύναμη να κλάψουμε γοερά και φανερά θα συνεχίσουμε να αποχαιρετάμε τους νέους μας που το μόνο που ζητάνε είναι ελπίδα. Όνειρο κι ελπίδα. Αν τους δώσουμε τα λίγα θα κάνουμε τα πολλά, αρκεί να τους παρέχουμε τα κατάλληλα εφόδια.

 

Συντάκτης: Γεωργία Κοκκονούζη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη