Ο ήλιος και το φεγγάρι, οι δυο αιώνιοι ανταγωνιστές κι εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες, είπαν να βάλουν λίγο στην άκρη τις διαφορές τους και να σπάσουν για λίγο τη ρουτίνα τους. Είπαν, λοιπόν, ν’ αλλάξουν ρόλους και να πάρει ο ένας τη θέση του άλλου. Και μαζί τους κι όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες που παύουν πλέον να ελέγχονται απ’ το αυστηρό βλέμμα της μέρας και γίνονται ένα «με της νύχτας τα σαγηνευτικά και μυστηριώδη μάτια».
Ήρθε δηλαδή η σειρά της νύχτας να παρακολουθεί της μέρας τα καμώματα και να γελάει πονηρά. Κάθισε το φεγγάρι στο μεγαλοπρεπή θρόνο του ήλιου-βασιλιά και φόρεσε το στέμμα του, αναλαμβάνοντας τα νέα του καθήκοντα.
Σουρουπώνει κι ο κόσμος ξυπνά. Τα παιδιά πάνε στο σχολείο κι οι μεγάλοι στη δουλειά τους. Φώτα παντού, τα χρειαζόμαστε άλλωστε. Τοπία σκοτεινά με μικρές φωτεινές εστίες, σαν φάροι μες στη νύχτα. Φωσφορίζουν σαν μικρές πυγολαμπίδες κι ιχνογραφούν τη ζωή.
Δε χρειάζονται γυαλιά ηλίου, τα μάτια είναι ελεύθερα, δε θέλουν άλλο πια να κρύβονται, δε φοβούνται το εκτυφλωτικό φως του. Το φως της νύχτας είναι όσο πρέπει, τόσο-όσο. Οι κόρες διαστέλλονται, οι αισθήσεις φτάνουν στην κορύφωση, στη μέγιστη διέγερση, πιάνουν κόκκινο. Πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, δεν έχουν τον ήλιο να ξελασπώνει κι απροκάλυπτα, σχεδόν σαδιστικά, να τα ξεσκεπάζει όλα και να τα αποκαλύπτει πλήρως. Να τα ξεγυμνώνει χωρίς προσπάθεια και σασπένς.
Το φεγγάρι ταξιδεύει το μυαλό. Είναι φιλικό μαζί σου, δε σε σνομπάρει όπως ο ήλιος, σε αφήνει να το κοιτάς κατάματα, δε χρειάζεσαι γυαλιά, κανένα προστατευτικό υλικό. Να το κοιτάς λοιπόν και να στήνεις στο κεφάλι σου τα πιο ευφάνταστα σκηνικά με αυτό το ίδιο σαν μαγευτικό φόντο.
Νυχτερινά αρώματα, μεθυστικά νυχτολούλουδα και γιασεμιά, κινητήριος δύναμη. Σε πιάνει μια μανία να τα ανακαλύψεις όλα. Τραβάς μια βαθιά ρουφηξιά και νιώθεις έτοιμος, γεμάτος ζωντάνια, όρεξη και δημιουργικότητα να ξεκινήσεις το πρόγραμμά σου. Κάθε νύχτα σου μοιάζει και πιο μυστηριώδης, σου κινεί το ενδιαφέρον απλά και μόνο να τη ζήσεις.
Τη νύχτα η συντροφικότητα μοιάζει ανάγκη επιτακτική. Οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά ανεξήγητα και συνάμα αναπόφευκτα. Δε θέλουν να μείνουν μόνοι τους, νιώθουν σαν παζλ που βγάζουν νόημα και δείχνουν κάτι μόνο αν ενωθούν με τα υπόλοιπα σωστά κομμάτια τους. Κι έτσι όλα λειτουργούν πιο σωστά, γιατί οι πολλοί είναι καλύτεροι από τον έναν.
Τη νύχτα γίνεσαι πιο αποδοτικός. Είναι η μαγεία της, η γαλήνη, η ηρεμία της που σε βοηθούν να βάλεις τα πάντα σε μια τάξη, να σκεφτείς χαλαρά κι ανοιχτόμυαλα. Να είσαι υπομονετικός κι ευφάνταστος. Το εκτυφλωτικό φως του ήλιου σε βάζει στην πρίζα, σε κάνει παρορμητικό, σε γεμίζει εντάσεις κι ανυπομονησία. Σε κάνεις παρορμητικό, θηρίο ανήμερο. Πού διάθεση να σκεφτείς, να δουλέψεις, να διαβάσεις.
Τη νύχτα επιλέγεις εσύ τον κατάλληλο φωτισμό. Δίνεις με δική σου πρωτοβουλία το χρώμα στα πάντα, ρυθμίζεις τη φωτεινότητα και την αντίθεση στην εικόνα. Νιώθεις αρχηγός, καλλιτέχνης, δημιουργός. Παντοδύναμος .
Α, επίσης τη νύχτα ο κόσμος ερωτεύεται. Όσους ρόλους κι αν αλλάξει με τη μέρα, αυτός θα ‘ναι αιώνια καθαρά δική της ιδιότητα. Δεν της τη στερεί κανείς. Κοιτάς τους ανθρώπους προσεκτικά, διερευνητικά, προσέχεις κάθε μικρή λεπτομέρεια, στέκεσαι στις σκιές που πέφτουν στα μάτια, στα πρόσωπα, στα σώματα. Οι άνθρωποι γίνονται πιο ευάλωτοι, πιο συναισθηματικοί, πιο επιρρεπής στο να ανοιχτούν και να γίνουν επιτέλους αληθινοί. Η νύχτα έχει έναν διάχυτο ερωτισμό και το σκοτάδι παίζει έντονα με το φλερτ.
Κι όταν ξημερώσει, θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια. Και χέρι-χέρι, σώμα με σώμα θα κατεβάσουν τα στόρια και θα πλαγιάσουν στο ίδιο κρεβάτι, ζαλισμένοι από το εκτυφλωτικό φως του κυνικού και καθόλου μυστηριώδους ήλιου.
Επιμέλεια Κειμένου Ιωάννας Νικόλ Πέτρου: Πωλίνα Πανέρη