Ντρίν!
Ανοίγεις με κόπο τα κουρασμένα μάτια σου κι απλώνεις βαριεστηένα το χέρι σου για να κλείσεις το αναθεματισμένο ξυπνητήρι που εκνευριστικά σου υπενθυμίζει ότι πρέπει άλλη μια μέρα να σηκωθείς για να πας στη δουλειά.

Αναβολές δε χωράνε όταν είσαι γιατρός. Έχεις δώσει κι έναν όρκο άλλωστε. Να υπηρετείς τον άνθρωπο, ανά πάσα ώρα και στιγμή. Θυσιάζοντας χρόνο, πολύτιμο χρόνο, προσωπικό, οικογενειακό, ελεύθερο. Κι αντοχή σωματική και ψυχική, νεύρα, ψυχικό σθένος, υπομονή.

Ποπό άγριο ξύπνημα με όλες αυτές τις σκέψεις. Σαν Ερινύες σε κατατρέχουν και δε σ’ αφήνουν να ηρεμήσεις. Καλά είχες πάψει πλέον να σκέφτεσαι κι είχες υποταχτεί στη μονότονη καθημερινότητά σου χωρίς να προβάλλεις καμιά αντίσταση. Σαν καλοκουρδισμένο ρομποτάκι έκανες μηχανιστικές κινήσεις, το καθήκον σου, χωρίς να βγάζεις τσιμουδιά.

Όχι, δεν τη διάλεξες εσύ αυτή τη ρουτίνα. Κι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι γεννημένοι για όλα. Μόνο που εσύ το κατάλαβες λίγο αργά. Ή μάλλον το είχες καταλάβει πολύ νωρίς, αλλά δεν είχες τα κότσια να βγεις μπροστά, να σηκώσεις ανάστημα και να γκρεμίσεις το επαγγελματικό κάδρο που σε είχαν τοποθετήσει οι δικοί σου χωρίς καν να σε ρωτήσουν. Γιατί θέλει αρετή και τόλμη η λευτεριά, αλλά εσύ δεν τις διέθετες αυτές τις αρετές και τώρα να τα αποτελέσματα.

Φρικάρεις και μόνο στην ιδέα ότι για πολλά ακόμα χρόνια θα τρως στη μάπα ένα κάρο τρελαμένους, φαντασιόπληκτους και κάθε είδους ασθενείς που τελικά σε ψυχοπλακώνουν με τα προβλήματά τους, σε γεμίζουν ψυχώσεις ότι όλο έχεις κάτι και σου στερούν κάθε μορφή προσωπικής ικανοποίησης, αφού ούτε χρόνο για να φας δε βρίσκεις.

Το μυαλό σου στοιχειώνει η 5χρονη εικόνα σου μπροστά στον καθρέφτη να υποδύεσαι συνέχεια διαφορετικούς ρόλους. Κι αυτό να συνεχίζεται μέχρι τα εφηβικά σου χρόνια. Με ολοένα και μεγαλύτερο πάθος, ζήλο, ωριμότητα. Η υποκριτική σε γέμιζε, σου έδινε ζωή κι ονειρευόσουν να βγάζεις και το ψωμί σου από αυτήν.
Φανταζόσουν να καταφέρνεις μέσα από αυτό να δίνεις χαρά κι αισιοδοξία στους ανθρώπους, ξεγνοιασιά, μια έξοδο κινδύνου από τη γεμάτη προβλήματα και μιζέρια καθημερινότητα. Αλλά και διέξοδο στα δικά σου πάθη, χαλινάρι στις άπειρες ανασφάλειές σου. Ήλπιζες ότι μέσα από την υποκριτική , από τους διάφορους ρόλους, θα κατακτούσες την πολύτιμη και πολυπόθητη αυτογνωσία, θα βελτιωνόσουν σαν άνθρωπος, θα πετύχαινες την «κάθαρση».

Όνειρα, μόνο όνειρα. Πάντα ήσουν o καλύτερος μαθητής, ο σημαιοφόρος, το παιδί-θαύμα. Σε μαθήματα, ξένες γλώσσες, μουσική. Και με δυο γονείς πετυχημένους γιατρούς θα ήταν «εγκληματικό» όπως τόνιζαν οι ίδιοι, οι δάσκαλοι κι όλος ο περίγυρος να μην ακολουθήσεις την έτοιμη καριέρα, τη στρωμένη δουλειά σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που δουλειές και χρήματα δεν υπάρχουν. «Οι ηθοποιοί πεινάνε, πώς θα ζεις άλλωστε; Αν το έχεις τόσο άχτι κάνε το για χόμπι, αλλά γιατρός πρέπει να γίνεις, αυτό σου ταιριάζει».

Με τη λογική το ‘βλεπες πως είχαν βάση τα λεγόμενά τους. Το καλό μας θέλουν άλλωστε οι γονείς μας. Και το’ θαψες μέσα σου το όνειρο του θεάτρου. Μπήκες από τους πρώτους στην Ιατρική. Κι ένιωσες τελικά σα να πήγες στην εκκλησία να παντρευτείς από προξενιό κάποιον που ούτε τον πολυήξερες ούτε καν σου άρεσε. Κι έπρεπε να συμβιβαστείς με το ότι θα’ πρεπε κάθε πρωί να ξυπνάς και να βλέπεις τη βαρετή κι άνοστη φάτσα του.

Όχι. Η ζωή είναι μόνο μια και τόσο δα μικρή, για να ‘ναι θλιβερή. Και για να καταπιέζουμε διαρκώς τα θέλω μας πασχίζοντας να ευχαριστήσουμε τους πάντες εκτός από τον εαυτό μας. Γιατί στην τελική εσύ κι ο εαυτός σου θα μείνεις. Και τότε θα έρθεις αντιμέτωπος με τον πιο σκληρό κριτή που θα σου ζητά εξηγήσεις και θα γυρεύει εκδίκηση για τα χρόνια που τον καταδίκασες να ζει χωρίς να χαίρεται την ίδια τη ζωή.

Ναι, οι γονείς σου έκαναν λάθη, αλλά στην τελική πίστευαν ότι κάνουν το σωστό και το καλύτερο για σένα. Η ευθύνη όμως τελικά ήταν δική σου και δεν μπορείς να τους κατηγορείς αιώνια. Πάρε τη ζωή στα χέρια σου ανάλαβε την ευθύνη και το ρίσκο κι ακολούθησε ακόμα και τώρα το όνειρό σου. Ποτέ δεν είναι αργά. Αντί να σβήνεις μία μία τις ανυπόφορες μέρες αφήνοντας έτσι να περνάει ανυπόφορα η ζωή, κάνε κάθε μέρα τόσο φανταστική που να εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ. Δώσε στον εαυτό σου μια ευκαιρία ζωής ακόμα.

Σαν από όνειρο συνειδητοποιείς ότι πρέπει επιτέλους να πας στη δουλειά. Σήμερα τουλάχιστον. Ξέχασες τα κλειδιά σου κι ανοίγεις δειλά δειλά την πόρτα του παιδικού δωματίου φοβούμενος ότι θα ξυπνήσεις την κόρη σου. Και μένεις με το στόμα ανοιχτό: φορώντας τα ψιλοτάκουνα παπούτσια της μαμάς της, με ένα κραγιόν στο χέρι αντί για μικρόφωνο, κάνει πρόβες στον καθρέφτη. Νιώθεις τα μάτια σου να καίνε και να θολώνουν από τα δάκρυα. Και τότε ψιθυρίζεις στον εαυτό σου καθώς τρέχεις να τη σφίξεις στην αγκαλιά σου «όχι, εγώ δε θα κάνω ποτέ το ίδιο λάθος».

 

Επιμέλεια Κειμένου Ιωάννας Νικόλ Πέτρου: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Ιωάννα Νικόλ Πέτρου