Βράδυ Σαββάτου, κι εσύ είσαι κάπου. Mα πού; H νύχτα με την ησυχία της που πάντα λάτρευα, που με ηρεμούσε, που μ΄έκανε να νιώθω δυνατή γιατί πίστευα πως έβαλα για ύπνο τα δαιμόνια μου και πως είχα πέρα για πέρα τον έλεγχο, που ήταν ο αιώνιος σύμμαχός μου στα προβλήματα και στην τρέλα της καθημερινότητάς μου, τώρα στέκεται απέναντί μου. Πιο επιβλητική και πιο απειλητική από ποτέ.

Μασκαρεύτηκε, ντύθηκε φάντασμα κι είπε να το διασκεδάσει λίγο παίζοντας με τις αδυναμίες και τους φόβους μου. Είπε να πάρει το αίμα της πίσω. Να ξυπνήσει τα τέρατα που είχα δωροδοκήσει με κάθε τρόπο, καιρό τώρα, για να σταματήσουν να με βασανίζουν, κι εκείνοι σαν σωστοί τοκογλύφοι μου είχαν κάνει τη χάρη.

Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο αποπνικτική, τα τσιγάρα δε χωράνε πια στα τασάκια και νιώθω ξαφνικά ότι δεν μπορώ να πάρω αέρα. Σαν να ξύπνησα από κώμα, ανοίγω το παράθυρο κι ανασαίνω βαθιά. Με όλη μου τη δύναμη, όσο πιο βαθιά μπορώ γιατί ξέρω ότι μέσα σ’ αυτόν τον αέρα υπάρχει κι η πνοή σου. Όπου και να βρίσκεσαι ακόμα μπορώ να έχω κάτι δικό σου, κάτι που σου είναι απαραίτητο για να ζεις.

Γιατί πια αυτό έπαψε να είναι και δική μου ιδιότητα. Ναι, ιδανικά πολύ θα γούσταρα να παραμυθιαστώ λιγάκι και να πλάσω ωραίες ιστοριούλες άρλεκιν στο κεφαλάκι μου όπου εσύ κάπου μακριά, θλιμμένος, βαθιά κι ανήμπορος να προχωρήσεις τη ζωή σου παραπέρα με νοσταλγείς και ψάχνεις τρόπους να γυρίσεις, αλλά κάτι σε κρατάει.

Έχει κι η άγνοια τα καλά της, προσπαθώ να βρω κάτι αισιόδοξο να πω, πριν με πάρει για τα καλά από κάτω. Αφού δεν ξέρω, μπορώ να φαντάζομαι και στη φαντασία περιορισμοί δε χωράνε. Αναπάντεχα, χωρίς καν να το σκεφτώ, ακούω τα χείλη μου να τραγουδούν «απόψε, πού να βρίσκεσαι πες μου πού πας και τι κάνεις απόψε».

Σε φαντάζομαι ζωηρό και γεμάτο κέφι, με την αυτοπεποίθηση και τη γοητεία που πάντα μ’ έκανε να χάνω τα λόγια μου, να σε χαζεύω και να χαζογελάω -έτσι χωρίς λόγο-, να βγαίνεις, να φλερτάρεις, ν’ ανοίγεις φτερά για νέες ιστορίες που πάντα σε γοήτευαν και σου έδιναν νόημα και σκοπό. Κι αν καμιά φορά το μυαλό σου αποφασίσει να γίνει ζαβολιάρικο και πετάξει αναπάντεχα την εικόνα μου και καμιά-δυο σκηνές από το δικό μας «μαζί», εσύ θα σπεύσεις βιαστικά να πατήσεις το fast forward και να διαγράψεις τα παλιά αρχεία από το σκληρό για να μη σου πιάνουν τσάμπα χώρο.

Μόνο το δικό μου μυαλό είναι τόσο άτακτο και με κάνει ό,τι θέλει; Γιατί να μην μπορώ να το ξεκολλήσω από αυτή την ίδια σκέψη, που βαράει σαν ξυπνητήρι που όλο μπαίνει στην αναβολή, το «άραγε πού να΄σαι;» Αναρωτιέσαι ποτέ κι εσύ το ίδιο; Αν μπορούσα να ζητήσω μια ευχή ήταν το να έμπαινα για κλάσματα δευτερολέπτου στη σκέψη σου αυτή την ώρα.

Με τρελαίνει, με θυμώνει, με καίει, με πεισμώνει, με εξοργίζει που δεν έχω καμιά δικαιοδοσία πάνω σου. Που δεν ξέρω πού πας και τι κάνεις, που δεν μπορώ να απαιτώ πια να ξέρω. Που ζω με εικασίες, που αγωνιώ, χωρίς καν να ξέρω το λόγο. Που τρέμω στη σκέψη ότι κάποτε θα μάθω για τη νέα σου ευτυχισμένη και συναρπαστική ζωή μακριά μου.

Δεν αντέχω άλλο, φτάνει για σήμερα, αρκετά! Oι σκέψεις με εξάντλησαν, τα σενάρια με ζάλισαν δε θέλω να σκέφτομαι άλλο πια. Θέλω να σταματήσει αυτό το παιχνίδι, έχασα, το παραδέχομαι. Πέφτω με όλο μου το βάρος στο διπλό κρεβάτι, αλλά το μυαλό είναι τελικά πολύ άτιμο, δεν παίζει δίκαια, τρελαίνεται για σαδιστικά παιχνίδια.

Άραγε νιώθεις κι εσύ μόνος; Πλαγιάζεις σε αδειανό κρεβάτι με σεντόνια που έμειναν κρύα γιατί θέλουν δυο κορμιά για να τα ζεστάνουν; Ποιο άρωμα σε νανουρίζει τώρα;
Δε φταίω, είναι αναπόφευκτες αυτές οι σκέψεις. Μοιάζουν με ενοχλητικά κουνούπια μια καλοκαιρινή νύχτα που βουίζουν συνεχώς μες στα αυτιά μου, με τσιμπούν και απελπίζομαι γιατί θέλω απεγνωσμένα να κοιμηθώ και δεν μπορώ. Κλείνω τα μάτια κι ο νους με πάει πίσω σε στιγμές «θησαυρούς», σε ανάσες που αν δε με ζέσταιναν δεν μπορούσα να κοιμηθώ μα ούτε και να ξυπνήσω, σε στιγμές πληρότητας που ποτέ δεν εκτίμησα γιατί πίστευα ότι θα ήταν παντοτινές.

Τα βλέφαρα μου βαραίνουν, το μυαλό ικανοποιήθηκε από τη σημερινή του μεγαλειώδη νίκη και με λυπήθηκε. Τώρα θα σε ονειρευτώ. Κι εκεί θα είσαι ακριβώς όπως σε θέλω. Δικός μου μέχρι το πρωί, και θα ξέρω πού είσαι και τι κάνεις. Θα είσαι μαζί μου και θα κάνεις όσα δεν έχεις φανταστεί. Ό,τι ονειρεύτηκες και έμεινε όνειρο. Θα σε κρατήσω σφιχτά και δε θα φύγεις ποτέ ξανά.

«Να κοιμηθούμε αγκαλιά, να μπερδευτούν τα όνειρά μας». Να ξυπνήσω και να μπορώ να πω με βεβαιότητα πού είσαι και τι κάνεις: είσαι δίπλα μου, μου χαμογελάς και μου λες την πιο αληθινή καλημέρα.

 

Eπιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Ιωάννα Νικόλ Πέτρου