Γιορτές ή αλλιώς οικογενειακά τραπέζια- άλλωστε σε μια κατηγορία δεν ανήκουν αυτά τα δυο; Χριστουγεννιάτικα, πασχαλιάτικα, καλοκαιρινά τραπέζια, γενέθλια τραπέζια, κυριακάτικα. Όλοι εκεί, πάντα στη θέση τους να τα χαρούν, να φάνε, να μαλώσουν λιγάκι, να πουν για πολιτικά και να κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις, να συγκινηθούν και να γελάσουν. Ο κάθένας στην οικογένεια έχει τη δίκη του θέση και τον δικό του ρόλο. Ένας βλέπεις θα μαγειρέψει, άλλος θα στρώσει το τραπέζι, άλλος θα φέρει τ’ αναψυκτικά, άλλος είναι αυτός που θα παγώσει τους πάντες με τα κρύα αστεία του, ενώ πάντα υπάρχει κι ο θείος που θα κάτσει με τη νεολαία. Υπάρχουν πολλοί ρολόι που είναι εξίσου σημαντικοί, όμως το πιο σημαντικό είναι πως είναι πάντα οι ίδιοι- οπότε, ξέρεις τι να περιμένεις.
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που ενώ θέλουν πολύ να ζήσουν τη θαλπωρή και το νόστιμο φαγητό, δεν μπορούν να το κάνουν με την οικογένειά τους. Κάποιος σπουδάζει κι έχει φύγει σ’ άλλη πόλη και δεν μπορεί να επιστρέψει, ή δεν έχει κανέναν άνθρωπο για να περάσει αυτές τις μέρες. Ή μπορεί απλώς, να θέλει να περάσει χρόνο με μας, άρα και την οικογένειά μας. Αν το κολλητάρι μας ανήκει στην ομάδα του «θέλω αλλά δεν έχω κάποιον» κι εσύ στην ομάδα του «στις 14:00 να είσαι εκεί, θα μαγειρέψει η γιαγιά» τότε δεν έχεις παρά να παντρέψεις αυτές τις δυο προτάσεις μεταξύ τους και να πάρεις το κολλητάρι στο οικογενειακό τραπέζι.
Κι ενώ ξέρεις πως η οικογένειά σου δεν είναι κι η πιο διακριτική του κόσμου, τη ζεστασιά που ζητάει ο φίλος σου, σίγουρα θα τη βρει. Φυσικά πριν πάτε στο τραπέζι σαν guest star της βραδιάς τον προετοιμάζεις λίγο για τα πρόσωπα που θα δει. Του αναλύεις πάνω-κάτω τις ερωτήσεις που θα του θέσουν και τα περίεργα βλέμματα που θα μείνουν κολλημένα πάνω του. Τα περιγράφεις όλα μ’ ευκολία καθώς για σένα είναι πια συνηθισμένα και δε σου κάνουν καμία αίσθηση. Κι ο φίλος κατανοεί και χαμογελά με θάρρος, γιατί έτσι κι αλλιώς ξέρει ότι αφού θα έχει εσένα, δε χρειάζεται κανέναν άλλο.
Μέχρι που φτάνει το δείπνο κι είναι λες κι έρχεται ο πρέσβης- but make it friendly. «Ποιος είσαι παιδί μου;» λέει ο παππούς, «δεν τρως, γιατί δεν τρως, δε σου αρέσει;» συνεχίζει η μαμά, «εσείς, δεσμευμένος;» πετάγεται η θεία, «αφήστε το παιδί να φάει. Θες λίγο κρασάκι;» ολοκληρώνει ο μπαμπάς. Όλα τα φώτα πάνω στο φιλαράκι -εσύ οριακά σταματάς να υπάρχεις- κι η οικογένεια αγχώνεται για το τι θα φάει, αν θέλει παντόφλες, αν θα πιει νερό, κρασί ή να στύψουμε κανένα πορτοκάλι. Εκείνος, μια μπουκιά τρώει, μια απαντάει. Μια γουλιά πίνει, μια απάντηση δίνει. Σχεδόν όλα τα οικογενειακά τραπέζια είναι στο ίδιο mood, λες κι έχουν συνεννοηθεί να λένε όλοι τα ίδια και τα ίδια, ξανά και ξανά. Και δεν αισθάνεται άβολα- άλλωστε αν μπορούσε να είναι στο δικό του τραπέζι τις ίδιες ερωτήσεις θ’ άκουγε σ’ άλλο ρυθμό και με άλλη φωνή.
Ο φίλος ο κολλητός θα βγάλει το οικογενειακό τραπέζι με ευκολία, και θα τους κερδίσει όλους. Θα καταφέρει να κάνει τη μαμά σου να τον λέει «παιδί μου» και τον μπαμπά σου να σηκώνεται για να τον αγκαλιάσει όπως έρχεται. Θα πίνει ελληνικό με τη γιαγιά σου και θα βλέπει ειδήσεις με τον παππού σου. Θα τον βλέπει ο σκύλος σου και θα χαίρεται πιο πολύ απ’ ό,τι όταν βλέπει εσένα. Θα έρχεται στο σπίτι και θα του φτιάχνουν «το αγαπημένο του». Θα είναι μέλος της οικογένειας και θα τον αγαπούν όσο εσένα- αν όχι περισσότερο. Κι εσύ λιγάκι θα τον πειράζεις μα θα καμαρώνεις γι’ αυτό. Όλα θα ξεκινήσουν από μια Κυριακή που αντί να φάει μόνος, έφαγε με την οικογένειά σου. Κι έκτοτε δεν υπήρξε μόνος ποτέ ξανά.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου