Σημασία δεν έχει ηλικία ή το πόσες εμπειρίες κατάφερες να έχεις στη ζωή σου, ούτε με ποιον είσαι και γιατί. Για τους γονείς η όψη της κατάστασης θα είναι πάντα η ίδια. Είσαι το παιδί τους και θέλουν να τα γνωρίζουν όλα- πολλές φορές και με λεπτομέρειες. Είναι αστείο το πώς μπορούν να συμπεριφερθούν στο 30χρονο (και βάλε) παιδί τους σαν να είναι ένας έφηβος απαιτώντας από εκείνο απαντήσεις για τη σχέση του, σε όποιο στάδιο κι αν είναι, όποια μορφή κι αν έχει.
Αρκετές φορές οι γονείς έχοντας το ταλέντο να γνωρίζουν το παιδί τους καλύτερα από τον καθένα, προσπαθούν να πάρουν και μια θέση μέντορα στην προσωπική του ζωή. Τις περισσότερες φορές η συζήτηση ξεκινάει κάπως ομαλά με μια θέρμη κι όρεξη που συνοδεύεται από γνήσιο ενδιαφέρον, δηλώνοντας πως «εγώ το μόνο που θέλω είναι να είσαι καλά». Κι ενώ εσύ πιστεύεις πως όλα τελειώνουν καθώς τους απαντάς «είμαι καλά» εκείνοι έχουν μόλις αρχίσει τις ατελείωτες κι αδιάκριτες ερωτήσεις.
Αυτομάτως λοιπόν όταν το παιδί -ο ερωτευμένος της οικογένειας- πέφτει στην παγίδα να απαντήσει τις ερωτήσεις που θέτονται λεπτομερώς, τότε αστραπιαία οι γονείς παίρνουν θέση εντός της σχέσης, ερχόμενοι σε απόσταση αναπνοής με πολύ προσωπικές σου στιγμές και φέρνοντάς σε, σε δύσκολη θέση. Οι ερωτήσεις μπορούν να συνεχίσουν και να γίνουν αμέτρητες, μπορούν να ειπωθούν πράγματα εν απουσία του συντρόφου σου δημιουργώντας έτσι ένα μικρό κουτσομπολιό γύρω από τον ίδιο άνθρωπό σου, που αν επιτραπεί και γίνει συνήθειο, πολύ δύσκολα αλλάζει χωρίς κάποιος να παρεξηγηθεί.
Κι ενώ αυτή η οικογενειακή οικειότητα, μπορεί να μας φέρνει πιο κοντά στο να θέλουμε να πούμε στους γονείς μας δύο πράγματα για να τους καθησυχάσουμε, είναι σαν να τους επιτρέπουμε να εκφέρουν γνώμη για μια σχέση στην οποία δε συμμετέχουν. Γιατί θεωρούνται άσχετοι; Γιατί δεν έχουν προπονηθεί στον ίδιο ρυθμό όπως εμείς σε αυτή τη σχέση, δεν έχουν την ίδια αντίληψη της αγάπης και του έρωτα ίσως, επίσης μπορεί μέχρι και να έχουν σκουριάσει σε σχέση με το πώς είναι τα πράγματα στην αρχή, πιέζοντας για βήματα που δεν είσαι έτοιμος να κάνεις, θεωρώντας κάποια στάδια δεδομένα. Πέρα λοιπόν από το ότι υπάρχει το καθαρό κι αναπόφευκτο χάσμα, υπάρχει και η κριτική, η σύγκριση, το σχόλιο που μπορεί να προκύψει και μόνο αχρείαστο θα είναι.
Μια σχέση ερωτική αποτελείται από δυο ανθρώπους ή τελοσπάντων από αυτούς που θέλουν να είναι εντός της σχέσης δυναμικά. Εάν αφήσουμε τους γονείς μας ή τους γονείς του συντρόφου μας να τη διαμορφώνουν με τις απόψεις τους, είναι αυτόματα σαν να προσθέτουμε ένα ακόμη άτομο στη σχέση μας με αποτέλεσμα ο προσωπικός δεσμός να παύει να υπάρχει. Σκέψου, σε κάθε μικρό ή μεγάλο τσακωμό που έχεις με το ταίρι σου να σε παίρνει η μητέρα του και να συζητάτε γι’ αυτό που συνέβη μεταξύ σας αποδίδοντας ευθύνες. Το λες κι εφιάλτη.
Κι η οικογένεια σαφώς και θα είναι εκεί για όποτε χρειαστεί, χωρίς όμως να εκμεταλλευτεί κανείς την καλοσύνη που δείχνει το ένα μέλος στο άλλο, ή τη θέληση όλων για μια στενή και δεμένη σχέση. Οι γονείς έχουν μια ειδική θέση στην καρδιά των παιδιών τους η οποία αυτομάτως τους ξεχωρίζει εσωτερικά από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο γνωρίσουν στη ζωή τους. Μετά την ενηλικίωσή μας, θα πρέπει να φύγουμε από αυτή τη σχέση-μάρσιπο η οποία μας κάνει να διατηρούμε ένα κάπως παράδοξο πλατωνικό έρωτα μαζί τους, μαθαίνοντας να διαχειριζόμαστε τους ίδιους μας τους εαυτούς αλλά και να βάζουμε όρια στους γονείς μας, διατηρώντας μια προσωπική ζωή. Άλλωστε, αν μη τι άλλο αδικούμε τον άνθρωπό μας, αν οι γονείς μας ξέρουν πιο πολλά για τη σχέση μας από ό,τι εκείνος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου