Απογεύματα μετά τη δουλειά, γυρνάς κουρασμένος, ανοίγεις το ραδιόφωνο και βάζεις το καθημερινό σου ποτάκι· ουίσκι με πάγο. Στο ράδιο παίζουν τραγούδια ερωτικά, πολύ λογικό τέτοια ώρα μόνο οι καψούρηδες είναι ξύπνιοι. Ανάβεις το τσιγάρο και καπνίζεις αργά-αργά, φυσάς τον καπνό και δημιουργείς με τη σκέψη σου ένα ομοίωμά του.
Μα διάολε, λες, είναι απλώς ένας καπνός. Αναρωτιέσαι είναι όντως το ποτό που σε κάνει να τον σκέφτεσαι ακόμη κι ας μη βρίσκεται εκεί ή απλά είσαι τρελά καψούρης. Πίνεις άλλο λίγο απ’ το ποτό σου, έτσι για να σβήσεις μια ακόμη σκέψη που μόλις έκανες. Τραβάς μια τζούρα και να τη η σκέψη, πάλι εκεί. Λες και το κάνει επίτηδες.
Κοιτάς το κινητό σου, υποτίθεται την ώρα, μα στην πραγματικότητα κοιτάς να δεις αν σου έστειλε. Κοιτάς, επίσης, να δεις τι ώρα είναι και πού μπορεί να είναι. Θυμάσαι από παλιά τις συνήθειές του και τίποτα δεν μπορεί να σε κάνει να τις ξεχάσεις. Σκέψεις σε πνίγουν πως ίσως κάνει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι συνήθως, αλλά στην πραγματικότητα είναι το άγχος και η ζήλια που σε κυριεύουν. Τι κάνει; Πού είναι; Με ποιον είναι; Γιατί δε στέλνει ρε γαμώτο;
Ερωτήματα που θα σε ρίχνουν όλο και πιο βαθιά στη θάλασσα. Σ’ αυτή που νιώθεις πως μακριά από εκείνη πνίγεσαι. Και τώρα το ραδιόφωνο των «ερωτευμένων» έβαλε το τραγούδι που του είχες αφιερώσει κάποτε. Και γελάς, γιατί λες δε γίνεται, είναι ειρωνεία. Ένα τραγούδι που στίχος προς στίχο εκφράζει κάθε συναίσθημά σου, φωνάζει τα θέλω σου.
Λες «φτάνει» για σήμερα. Αρκετά. Κλείνεις το ραδιόφωνο, αφήνεις το ποτό και σβήνεις το τσιγάρο. Και τώρα τι; Δε θα τον σκέφτεσαι; Ή μήπως θα γίνει κάτι; Αυτό ίσως που περιμένεις. Τίποτα. Ξαπλώνεις και απλώς ονειρεύεσαι. Και την επόμενη μέρα πάλι απ’ την αρχή, πάλι το ίδιο έργο με τους ίδιους πρωταγωνιστές και την ίδια ιστορία.
Ένας έρωτας περίμενε που έγινε συνήθεια. Σάββατο βράδυ κι έχει μια καταιγίδα σαν ξέσπασμα. Αφήνεις το παράθυρο ανοιχτό αφήνοντας για σήμερα τη μουσική της βροχής να σε ταξιδέψει, το τσιγάρο σου να είναι η μυρωδιά της βροχής και το ποτό σου η σκέψη του.
Το μόνο που θέλεις και περιμένεις είναι να χτυπήσει το τηλέφωνο και να είναι εκείνος. Δε σε νοιάζει τι θα σου πει, καλό ή κακό. Απλώς θέλεις ν’ ακούσεις τη φωνή του. Εκείνη που σου έλειψε. Εσύ δε στέλνεις, γιατί δε θέλεις να ταράξεις την ησυχία του, εσένα όμως θέλεις να στην κάνει άνω-κάτω. Γελάς πάλι σ’ αυτήν τη σκέψη. Πολύ εγωιστικό εκ μέρους σου ή πολύ δειλό. Εγωιστικό γιατί ποιος ξέρει τι θα έγινε και γιατί θα κρατάς κακία και δειλό γιατί φοβάσαι την απόρριψη.
Κοιτάς πάλι το κινητό σου. Κοιτάς το προφίλ του και ελέγχεις. Χειρότερο έλεγχο κι απ’ τη μάνα του κάνεις. Πέρασαν πάλι οι ώρες. Κουράστηκες να σκέφτεσαι. Δεν κουράστηκες, όμως, να περιμένεις. Περιμένεις να σε πάρει τηλέφωνο και να ψιθυρίσει το όνομά σου. Κι όσο περνάει η ώρα και τα λεπτά λες: «Ας μου τηλεφωνούσες, ρε διάολε, κι ας ήταν μόνο για να με βρίσεις!».
Και πάλι γέλασες.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου