Ζούμε στην εποχή που για να εκφραστούμε, μπορούμε ανά πάσα ώρα και στιγμή να μπούμε σε μια πλατφόρμα που μας ταιριάζει και να παίξουμε με το περιεχόμενο και τα μέσα που παρέχει, είτε πρόκειται για φωτογραφία, βίντεο, ποστ μεγαλύτερο ή μικρότερο. Τα social media, εκτός από μια εφαρμογή που μοιραζόμαστε ο ένας με τον άλλον τις στιγμές που επιλέγουμε, είναι και μια εφαρμογή που περνάμε ίσως και τις περισσότερες ώρες της μέρας μας χαζεύοντας ό,τι έρθει μπροστά μας τυχαία ή και όχι και τόσο τυχαία.
Μιλώντας λοιπόν για τον κόσμο του Instagram, για παράδειγμα, φαίνεται να αποκτά κοινό εκθετικά κι αρχίζει να γίνεται πιο ανταγωνιστικός σε όλα τα επίπεδα. Πλέον αποτελεί τεράστιο προϊόν τοποθέτησης διαφήμισης, φιλοξενεί επαγγελματικούς λογαριασμούς, προσωπικά ιστολόγια, διαφορετικών ειδών μικρά μπλογκς, ταξιδιωτικούς προορισμούς, μόδα, άποψη. Όσο μεγαλύτερο κοινό διαθέτεις, τόσο πιο ψηλά σε κατατάσσει η ίδια η πλατφόρμα ως άξιο επιρροής.
Σε μια προσπάθεια του εγκεφάλου μας να προσαρμοστούμε κι εμείς σε αυτόν τον διαδικτυακό κύκλο που μοιάζει περισσότερο με ηλεκτρονικό εγκέφαλο, γινόμαστε τα πιόνια της διαδικτυακής αυτής λογικής ακολούθων. Έτσι, όσο το Instagram μας παρέχει followers, έρχεται σταδιακά το αποτέλεσμα του να υπάρχει και μια αλλαγή στα συναισθήματά μας, βάσει του πόσο χαίρουμε αποδοχής. Και ναι, υπάρχει εξήγηση για το πώς γίνεται αυτό.
Οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά πλάσματα. Έχουμε την ανάγκη να βρισκόμαστε σε χώρους που λαμβάνουμε και δίνουμε συντροφικότητα. Ζητάμε τη σημασία γιατί απαλύνει την αίσθηση μοναξιάς από το γεγονός πως κάποιος ασχολείται με εμάς. Έτσι βρισκόμαστε κοινωνικά συνδεδεμένοι με αγνώστους followers που μας προσφέρουν μια δόση χαράς σε μια μέρα που δεν ήταν καθόλου καλή, μια καλή κουβέντα ή ένα λάικ μπορεί να απαλύνει το άγχος της δουλειάς ή της σχολής, να ανεβάσει παροδικά την εικόνα εαυτού.
Όσο ανεβαίνει λοιπόν ο αριθμός των followers, αυξάνονται και τα μηνύματα στο direct. Τις περισσότερες φορές οι χρήστες ανταλλάζουν μεταξύ τους κουβέντες κι αιτιολογούν τον λόγο που θέλησαν να ακολουθήσουν ένα προφίλ, δοθείσης ευκαιρίας. Σε εκείνο το σημείο, που γινόμαστε αποδεκτοί για αυτό που προσφέρουμε σε έναν άγνωστο, μάς συμβαίνει μια χημική εγκεφαλική αλλαγή. Ο νευροψυχολόγος Dr. Sanam αναφέρει πως «η απόκτηση οπαδών στο Instagram μπορεί να είναι ένα χτύπημα ντοπαμίνης στον εγκέφαλο.» Αυτή είναι μια χημική ουσία που σχετίζεται με την απόλαυση. Κυριολεκτικά λοιπόν ντοπαριζόμαστε.
Από την άλλη, η Dr Caroline Leaf, γνωστική νευροεπιστήμονας, λέει ότι αυτό συμβαίνει επειδή δε χρησιμοποιούμε σωστά τον εγκέφαλό μας όταν είμαστε στα κοινωνικά μέσα. Στερούμαστε «βαθιάς σκέψης» που είναι η άσκηση που χρειάζεται ο εγκέφαλός μας για να διατηρείται σε φόρμα. «Ο εγκέφαλός σας αλλάζει στιγμή προς στιγμή, ανάλογα στο τι τον εκθέτετε», λέει. «Όταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γίνονται αυτά στα οποία κινείστε συντριπτικά, επιτρέπετε στον εγκέφαλό σας να αρχίσει να αλλάζει δίκτυα και να κάνει τους νευροδιαβιβαστές να πυροδοτούνται εσφαλμένα, με αποτέλεσμα τα εγκεφαλικά σας κύματα να μην είναι συνεκτικά. Όλα αυτά προκαλούν ανώμαλα μονοπάτια στον εγκέφαλο.»
Άρα έχουμε και λέμε. Το να κερδίζουμε ακολούθους δημιουργεί μια χαρά αλλά και μια προσκόλληση στο να το προσπαθούμε, πράγμα το οποίο οδηγεί σε πιο έντονη χρήση και λάθος τρόπο σκέψης. Ακούγοντας και μια τελευταία έρευνα της κορυφαίας νευρολόγου Susan Greenfield, αποκαλύπτει πως «Αυτό που προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι εμπειρία, όχι σκέψη. Αυτές οι γρήγορες εικόνες οδηγούν τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου- δε σκεφτόμαστε άλλο, απλώς αντιδρούμε στα πράγματα. Πρόκειται για την αισθητηριακή δύναμη αυτών των εφαρμογών. Είμαστε πιο γρήγοροι στην επεξεργασία πληροφοριών, αλλά δεν τις καταλαβαίνουμε.».
Βλέπουμε λοιπόν πως το διαδίκτυο έχει να μας αποκαλύψει πολλές και διάφορες πτυχές του ίδιου μας του εαυτού. Υπάρχει επεξήγηση σε όλους τους τομείς τελικά, αρκεί να ψάχνουμε και να ανακαλύπτουμε τι συμβαίνει στο μυαλό μας. Το θέμα είναι, πόσο ειλικρινές είναι ένα follow για να μας νοιάζει το ότι γίνεται, οδηγώντας τα συναισθήματά μας. Κι αν είναι ειλικρινές, είναι όντως τόσο σημαντικό;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου