Και εντάξει λοιπόν, ας το παραδεχτούμε. Δε μας βρίσκει όλους το καλοκαίρι σε μαγικά νησιά με καυτές χρυσές άμμους, φωτογράφους και κοκτέιλ με γεύση από μέντα και μυρωδιά φράουλας. Ή μάλλον, δε μας βρίσκει, διότι κάποια άλλη ήδη πρόλαβε να μας βρει. Και δεν είναι άλλη από τη καλοκαιρινή γρίπη.
Το ξέρω. Ακούγεται κάπως σαν παράπονο σχέσης, σαν ζευγάρι που λογομαχεί για τρίτο πρόσωπο και δε βρίσκει λύση. Και ναι λοιπόν, ας ακουστεί όπως θέλει. Διότι και αυτό χωρισμός και παράπονο αποκαλείται. Σκέψου τώρα, εκεί που κάθεσαι αραχτός, αγκαλιά με το ψυγείο δίπλα στο κύμα, να έρχεται κάποιος και να σου παίρνει το παγωτό. Το οποίο τόση ώρα κράταγες στο χέρι σου για να μη λιώσει. Είναι ή δεν είναι αυτό χωρισμός;
Καλά λένε πως όλα γίνονται εκεί που δεν τα περιμένεις. Φαντάσου τώρα σκηνικό. Εκεί, λοιπόν, που απολαμβάνεις το μοχίτο σου και έχεις αφήσει ανέμελα τα μαλλιά σου σε κάποιο παραλιακό μπαρ με θέα τη καταγάλανη θάλασσα και την αντανάκλαση του ηλιοβασιλέματος, ξαφνικά, να σε πιάνει ένας επίμονος βήχας. Τι διάολο, πνίγηκες; Μήπως στραβοκατάπιες; Μήπως κατάπιες κάνα παγάκι και σου έκατσε στον λαιμό; Αμ δε! Η γρίπη σου έκατσε και μάλιστα βαριά.
Και σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, ξεκινάει να σε τυραννάει κι ο πονόλαιμος και μετά έρχεται να σε αποτελειώσει ο πονοκέφαλος. Ο οποίος καίει περισσότερο από ότι ο ήλιος έξω πριν τη Δύση. Και τότε, προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως όλα είναι καλά. Πως όλα θυμίζουν ακόμη καλοκαίρι και μυρίζουν καραμέλα. Καθώς στο βάθος του μπαρ παίζει ακόμη τα καλοκαιρινά χιτάκια και μπορείς ακόμη να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι.
«Σαράντα βαθμοί και λιώνει το κορμί…» και και και, λέει το τραγούδι. Δηλαδή, τι να πούμε κι εμείς. Που εάν δε λιώνει το δικό μας κορμί από σαράντα πυρετό στους σαράντα βαθμούς τότε δεν ξέρετε τι θα πει καλοκαίρι. Κι ούτε θα μάθετε αν δεν αρρωστήσετε κιόλας. Ναι! Ζηλεύουμε που δεν είστε κι εσείς άρρωστοι, θα ‘ναι ο πυρετός μάλλον που μας έχει αποτρελάνει.
Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι και η αγωνία μου φουντώνει, πότε… θα μου πέσει επιτέλους ο πυρετός; Που να ‘ξερε τότε αυτός που έγραφε το συγκεκριμένο τραγούδι, πως εμείς που δεν τα έχουμε καλά με την υγειά μας καλοκαιριάτικα θα το συνδυάζαμε με καυτό χαμομήλι και κλειστά παράθυρα; Πού χρόνος και δύναμη για να πάμε έως το μπαλκόνι; Ούτε καμάκι με τα μάτια δεν μπορούμε να κάνουμε γιατί κι αυτά τσούζουν και δακρύζουν. Κι όχι και τίποτα άλλο, θα νομίζει ο γείτονας πως κλαίμε για καμία Μαίρη και κάνα Γιώργη μες το κατακαλόκαιρο και θα γίνουμε διπλά ρεζίλι.
Πλέον το πρόγραμμα για τις επόμενες εβδομάδες έχει ως εξής: 3- 4 παυσίπονα τη μέρα, δύο τρεις κουταλιές σιρόπι για το βήχα –έτσι για να πάρουμε και τη γλύκα μας–, τέσσερα πακέτα χαρτομάντιλα και τρία μπουκαλάκια κολλύρια, διότι τα δύο θα έχουν ήδη πάει χαμένα λόγο αστοχίας. Και κατά το μεσημεράκι, συνεχίζεις ακάθεκτος το πρόγραμμά σου. Βάζεις και τη μάνα σου να σε τρίψει, γιατί τα κόκαλα σου πονάνε περισσότερο κι από της γειτόνισσας που υποφέρει η δόλια. Κατά το βραδάκι, βάζεις και τέρμα τον ανεμιστήρα και τα χαλάς όλα. Έτσι, γιατί έσκασες πια από την τόση ζέστη και την υπομονή. Κι ως αποτέλεσμα, αντί να μειώνεις τις μέρες του κρυολογήματος, τις αυξάνεις.
Και πες μου, όχι πες μου. Τον χειμώνα παλεύεται να είσαι άρρωστος, το καλοκαίρι όμως; Έχεις δει εσύ κανέναν να σκεπάζεται μες τον Ιούλη με κουβέρτα; Κι όχι ό,τι κι ό,τι κουβέρτα, εκείνη της γιαγιάς. Ούτε τα χάπια μας δεν μπορούμε να ανεβάσουμε σε στόρι γιατί θα καρφωθούμε από το λουλούδι που έχει το κάλυμμά μας και θα μας περάσουν για κανέναν τρελό. Όχι ότι δεν είμαστε, αλλά εντάξει, μας ενδιαφέρει και η γνώμη των άλλων. Από το ένα πρόβλημα στο άλλο.
Και τώρα, λυπάμαι, μα πρέπει να σας αφήσω. Εκτός από το πλήρες πρόγραμμά μου, έχω κι ένα φλαμίνγκο που με περιμένει στην μπανιέρα μου με καυτό νερό και δίπλα ακριβώς ένα αφέψημά. Έτσι, για να πάνε κάτω τα φαρμάκια ρε παιδί μου.
Φιλιά, άρρωστα, γεμάτα τσάι με λεμόνι.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα