Αν κάτι αναπολούμε έντονα εμείς οι άνθρωποι μετά την ενηλικίωσή μας, τότε, σίγουρα, αυτό είναι η παιδική μας ηλικία. Πάντα τη σκεφτόμαστε, μα τη νοσταλγούμε λίγο πιο πολύ τις φορές που κάτι ζόρικο μας συμβαίνει -ή πάει να συμβεί. Κυρίως τις στιγμές που κάτι μας τρομάζει. Ίσως τότε στο κεφάλι μας να φωνάζει επίμονα εκείνο το πιτσιρίκι που δε φοβόταν τίποτα. Που έπαιζε με τα ερπετά σαν να ήταν πετραδάκια, που δεν αγχωνόταν για το τι θα γινόταν, τι θα έφερνε η επόμενη μέρα και πώς θα κυλούσαν τα πράγματα. Ναι, μιλάω για εκείνο το μικράκι που αδιαφορούσε για τα τάχα μου σπουδαία, που είχε ένα καθαρό μυαλό, χωρίς σκοτούρες, χωρίς ανησυχίες και δειλά σενάρια.
Μέχρι που μεγαλώσαμε και τα άλλα παιδάκια κοροϊδεύουν πλέον εμάς τους «μεγάλους» κάθε φορά που μας βλέπουν να φοβόμαστε πιο πολύ από αυτά. Και το καταλαβαίνουν πάντα, όσο κι αν προσποιούμαστε τους ατρόμητους. Γιατί όσο κι αν είμαστε σίγουροι πια για κάποια θέματα, τόσο φοβισμένοι είμαστε για κάποια άλλα, κι όλους μπορούμε να τους ξεγελάσουμε, όχι όμως δυο παιδικά μάτια. Θυμάμαι κι εμένα στα χρόνια τους και το ότι δεν μπορούσε κανένας μεγαλύτερος να μου κρυφτεί. Για να αντιστραφούν τώρα οι όροι και πια όσο και να κρύβομαι από ένα παιδί (κι απ’ τον εαυτό μου), εκείνο με βρίσκει στο πρώτο μέτρημα.
Κοιτά πώς. Πετάς με το αεροπλάνο κι έχει ενδιάμεσα κενά αέρος. Έχεις πιαστεί απ’ τα πλάγια της θέσης σου, λες κι είσαι συνοδηγός σε αυτοκίνητο 4Χ4 στην έρημο Σαχάρα. Και στη διπλανή σου θέση, ένα παιδί. Ατάραχο, ήρεμο, ψύχραιμο. Γελάει με ‘σένα που έχεις γίνει ελατήριο και τσακώνεσαι με τον μπροστινό σου γιατί του τραβάς διαρκώς την καρέκλα.
Ή μήπως να σκεφτούμε τον πανικό που μας προκαλεί η επαφή μας μ’ ένα μικροσκοπικό έντομο; Φαντάσου τώρα σκηνικό. Να βρίσκεσαι έξω, να ‘χει τριγύρω τόσο κόσμο κι η μέλισσα/σφήκα-δολοφόνος με το μέλι να κυνηγάει μόνο εσένα. Κι εσύ να τρέχεις να κρυφτείς λες και σε κυνηγάνε F16 για να σε πυρπολήσουν. Όχι μόνο γίνεσαι περίγελος, γίνεσαι και φοβητσιάρης στα μάτια των μικρών μας φίλων οι οποίοι λατρεύουν τη μαγιά τη μέλισσα.
Και, βέβαια, δε θα μπορούσε να λείπει το λούνα παρκ από εδώ. Κι εκεί που πας να διασκεδάσεις με το ανιψάκι/παιδάκι σου/παιδί φίλου σου, ανέμελος, χαρούμενος και παράλληλα σκεπτόμενος πως το παιδί θα πάρει ένα μαλλί της γριάς κι άντε να κάνει και λίγο καρουζέλ, εκείνο έρχεται με μια τεράστια χαρά να σου ζητήσει να ανεβείτε στη ρόδα. Ο εφιάλτης στο ανέβασμα της ρόδας. Άντε τώρα να δικαιολογηθείς και να του εξηγήσεις τον λόγο που φοβάσαι. Τον οποίο ούτε κι εσύ ο ίδιος δεν τον ξέρεις με σιγουριά. Είναι που είσαι υψοφοβικός (αλλά δεν είσαι και πολύ σίγουρος αν είσαι κι ούτε θέλεις να το μάθεις) ή φταίει ο φόβος σου μην πέσει μόνο η δικιά σου «κούνια»;
Κι άντε να πεις και να του εξηγήσεις πως η ρόδα είναι ψηλά κι εκείνο πείθεται. Τι γίνεται, όταν ζητάει να μπείτε σε αυτά τα χρωματιστά οχήματα που τρέχουν χωρίς σταματημό; Εκεί ποια είναι η δικαιολογία σου, μεγάλε; Τι περίμενες να κανείς, αλήθεια, πηγαίνοντας στο λούνα παρκ; Να κοιτάξεις τα λουλούδια δίπλα απ’ τα παιχνίδια να ανθίζουν; Ή να βλέπεις τους άλλους να διασκεδάζουν όσο εσύ αγκαλιάζεις τη δειλία σου και τα ποπκόρν;
Τι κάνεις πίσω από όλα αυτά; Μήπως κρύβεσαι πίσω απ’ τον φόβο σου; Ή, καλύτερα, πίσω απ’ το δάχτυλό σου; «Όταν μεγαλώσεις, θα καταλάβεις γιατί δεν μπορούμε» λες στα δυο απογοητευμένα ματάκια και δικαιολογείσαι έτσι, τουλάχιστον στον εαυτό σου. Σίγουρα θα καταλάβει, όπως κι εσύ. Μα αλήθεια, κοιτά γύρω σου ποσό ανέμελα διασκεδάζει ένα παιδί, πόσο ατρόμητα αντιμετωπίζει τα πάντα, με τι χαμόγελο κλείνει το μάτι στον κάθε φόβο σου!
Τόλμα. Ρίσκαρε. Ζήσε! Γίνε ο ήρωάς του, αλλά πρώτα γίνε ο ήρωάς σου. Περνά καλά, γλέντα, διασκέδαζε, μα με λιγότερο φόβο αυτή τη φορά. Μπες στο αεροπλάνο χωρίς να πνίξεις τον διπλανό σου στο σφίξιμο, μπες στο τρελό τρενάκι κι ούρλιαξε, όσο πιο δυνατά μπορείς, άσε τη μέλισσα να κάτσει πάνω σου και θυμήσου πως αν δεν την πειράξεις, δε θα σε πειράξει. Η ζωή θέλει θάρρος, σαν εκείνο των μικρών παιδιών!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη