«Όπου ακούς πολλά κεράσια, κρατά και μικρό καλάθι». Μια φράση απ’ τα παλιά, συνηθισμένη για τα καλά στα αφτιά μας. Ξεκίνησε να βγαίνει απ’ το στόμα της γιαγιάς κι έφθασε να μας το λέει μέχρι κι η πιο μακρινή μας θεία. Κι η αλήθεια είναι πως, όσες φορές και να την ακούσαμε, κάποιοι από εμάς, κλείσαμε τα αφτιά μας με ωτοασπίδες, απ’ αυτές που στην ετικέτα τους γράφουν «αδιαφορία». Έτσι επιλέξαμε να μην το πιστέψουμε, δε μας επιτρέψαμε να το εμπεδώσουμε. Μέχρι που να ήταν πια αργά, μέχρι τη στιγμή που το πάθημα έγινε πια μάθημα. Κι όχι μονάχα μία φορά αλλά αρκετές.
Η αλήθεια είναι πως όντως μας αρέσουν εκείνοι οι άνθρωποι που λένε πολλά λόγια. Η κάθε λέξη τους ηχεί στα αφτιά μας σαν ένα οικείο τραγούδι, που ενώ το ακούμε για ακόμη μια φορά, πιστεύουμε πως είναι διαφορετικό, πως δεν το ‘χουμε ποτέ ξανακούσει. Τι παιχνίδι του μυαλού κι αυτό! Μέχρι να μην μπορούμε να προσποιηθούμε άλλο, μέχρι οι συνθήκες κι οι απογοητεύσεις να μας αναγκάσουν να παραδεχτούμε πως μας κελάηδησαν κι άλλοι αυτούς τους ίδιους στίχους και τώρα έχουν κάνει φτερά.
Αποκαλύψεις. Έρχεται πάντα η στιγμή τους και τότε τα βάζεις λίγο με τον εαυτό σου, λίγο με ‘κείνο το πρόσωπο, λίγο με τη ζωή και ξανά παρά πολύ με ‘σένα. Και τότε σου δίνεις μία υπόσχεση. Αποφασίζεις να κλείσεις τα αφτιά σου σε εκείνους που σου υπόσχονται φεγγάρια κι αστέρια, χωρίς καν να σε ‘χουν πάει μια βόλτα στη λιακάδα. Και συνεχίζεις τη ζωή σου και το ψάξιμο, αναζητάς τον τρόπο για να φτάσεις μόνος σου στα αστέρια, χωρίς όλους αυτούς τους επικίνδυνους –αν τους πιστέψεις– φαφλατάδες.
Και κάπου εκεί, εμφανίζεται ένας γνωστός-άγνωστος. Ένας άνθρωπος που επιλέγει να σου μιλάει με τη σιωπή του. Που ό,τι έχει να σου πει θα στο δείξει. Δεν το βρίσκεις πολύ ελκυστικό; Εκεί που δεν το περίμενες, έρχεται κάποιος και σου επιβεβαιώνει ότι εκτός απ’ τους ανθρώπους που λένε πολλά, υπάρχουν κι εκείνοι που προτιμούν να μη λένε τίποτα. Να μιλάνε μόνο μέσα απ’ τις πράξεις τους.
Και ξέρω, σε ξεβολεύει και κάπως σε τρομάζει στην αρχή αυτή η σιωπή, σε κάνει να αμφισβητείς, να ελπίζεις και να φοβάσαι παράλληλα. Μα όσο κι αν σου την σπάει, άλλο τόσο σε σκαλώνει. Σε κάνει να θες να τα μάθεις όλα. Τι σχεδιάζει, πώς το σχεδιάζει, αν σε θέλει ή αν δε σε θέλει. Η αμφιβολία σου γίνεται πλέον εφιάλτης αλλά και πρόκληση.
Σε εκνευρίζει που είναι τόσο κλειστός, που δε μιλάει όσο θα ήθελες εσύ, όσο έχεις συνηθίσει να ακούγονται όλοι οι άλλοι. Σε τσατίζει που κάποτε αργεί να απαντήσει στα μηνύματά σου κι όταν απαντά οι λέξεις του είναι μονίμως μετρημένες. Όμως ξέχασες πόσες απογοητεύσεις σε είχαν κεράσει τα μεγάλα λόγια τους, πόσο παρακαλούσες για μια ειλικρινή σιωπή; Είχες κουραστεί να ακούς συνέχεια τα ίδια και ίδια. Και μέχρι εσύ να κάτσεις να σκεφτείς πως ίσως άδικα γκρινιάζεις, να θυμηθείς και να συγκρίνεις καταστάσεις, εκείνος –που σε ανησυχεί η σιωπή του– έχει φθάσει ήδη έξω απ’ το σπίτι σου, απλά για να σου πει ότι του λείπεις. Γιατί προτίμησε να το κάνει παρά να στο πει.
Έτσι δεν είναι ο έρωτας; Κάνει πράξη κάθε του συναίσθημα, λέει τα λόγια του, μόνο αφού μπορεί να τα αποδείξει με τις κινήσεις του. Ο έρωτας είναι σαν τα μαθηματικά, έχει μια θεωρία, που πάνω της βασίζονται άπειρες πράξεις κι εκείνες πάντα την επιβεβαιώνουν.
Βρες, λοιπόν, εκείνον που θα σου μιλάει ατελείωτες ώρες για το διάστημα και θα ‘χει ήδη πατήσει γη. Βρες εκείνον που θα προτιμήσει να μη σου στείλει κι ίσως σε βάλει στην πρίζα για καμία ώρα, μα θα ‘ρθει να σε βρει, για να σε βγάλει εκείνος. Βρες εκείνον που δε μιλάει πολύ, μα στα λένε όλα οι σιωπές του. Τι να τον κανείς εκείνον που σκορπάει λέξεις που δεν εννοεί, που στήνει σενάρια επιστημονικής φαντασίας; Έλα στην πραγματικότητα. Ωραία τα λόγια, μα τα ωραία κρατάνε λίγο, λένε. Τα πολύ ωραία, όμως; Τα πολύ ωραία μένουν, γιατί είναι χειροπιαστά.
Εξάλλου, «για τα πράγματα που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να σωπαίνεις».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη