Αν λατρεύω κάτι απ’ τον αμερικανικό κινηματογράφο, είναι εκείνες οι στιγμές στη μέση του πουθενά. Ξέρεις, εκείνες οι σκηνές στο απόλυτο κενό, σε δρόμους απέραντους όπως ο Route 66, παρέα με τη μουσική της σκόνης της διπλανής ερήμου και τον πρωταγωνιστή να ψάχνει για ελπίδα κάπου στα χαμένα. Περιμένοντας ένα αυτοκίνητο ή μια μηχανή. Κι έτσι, όπως ψάχνει εκείνος, ψάχνουμε κι εμείς να βρούμε την ελπίδα που έχασε. Σηκώνοντας το δαχτυλάκι προς τον δρόμο και κάνοντας οτοστόπ.
Και μιας αναπολήσαμε την Αμερική, ας θυμηθούμε ότι το οτοστόπ, δηλαδή το σήμα με τον αντίχειρα στραμμένο προς την επιθυμητή κατεύθυνση, προσπαθώντας να πείσει κάποιον διερχόμενο να σταματήσει για να τον μεταφέρει δωρεάν, γεννήθηκε εκεί. Αλήθεια, εσύ θα σταματούσες ποτέ σε ένα τέτοιο σήμα; Μάλλον όχι, όντως ενέχει ρίσκο μια τέτοια ενέργεια. Έχει βάση ο φόβος του «δεν ξέρω τον άλλον, δεν ξέρω τι θέλει, ή ποιος μπορεί να είναι, δεν μπορώ να εμπιστευτώ έναν άγνωστο». Κι όλο το σκεπτικό σου μου φαίνεται λογικό, επιφυλακτικό αλλά σωστό. Όμως, τι θα μου απαντούσες αν η ερώτηση αντιστρεφόταν; Εσύ θα έκανες ποτέ οτοστόπ;
Χμ! Αν πούμε πως είχες μείνει στη μέση του πουθενά, σε ένα άγνωστο νησί που πηγές για διακοπές, έκανες κάμπινγκ και μετά από πολύ αλκοόλ, χάθηκες στους δρόμους, χωρίς την υπόλοιπη παρέα και χωρίς λεφτά στις τσέπες σου, τι θα έκανες αν πλέον η μόνη σου ελπίδα ήταν να εμφανιστεί ένα όχημα στον ερημωμένο δρόμο;
Αν πάλι, ξαφνικά, μείνει το αυτοκίνητό σου σε μια ακατοίκητη περιοχή και το κινητό σου σε εγκαταλείψει –είτε λόγω μπαταρίας είτε λόγω σήματος–, αν δεν ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι, πώς θα αντιμετώπιζες εκείνη την κρίση πανικού, το άγχος και τον φόβο; Θα ζητούσες βοήθεια; Ή θα παρέμενες μόνος να διασχίζεις δρόμους και λαγκάδια παίζοντάς το πρωταγωνιστής σε χολιγουντιανή περιπέτεια δράσης;
Γιατί ούτε ηθοποιοί είμαστε ούτε σε ταινία παίζουμε. Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι που το ξενύχτι, το αλκοόλ, το σκασμένο λάστιχο ή η όποια άλλη ζημιά στο αμάξι μπορεί να μας φέρει σε μια κατάσταση απελπισίας, όπως αυτή. Και κανείς, βέβαια, δε λέει ότι δεν μπορούμε να επιβιώσουμε. Όμως, όταν βρίσκεσαι μόνος σε μια παντελώς άγνωστη περιοχή, χωρίς κανένα διαθέσιμο μέσο επικοινωνίας, πιο πολύ σε τρομάζει το τι θα βρεθεί στην επόμενη γωνία του δρόμου σου, παρά το να μπεις στο αυτοκίνητο ενός αγνώστου. Κι όσο κι αν γενικά το θεωρείς παρακινδυνευμένο, εκείνη τη στιγμή ελπίζεις απλώς να περάσει κάποιος.
Φαντάσου σκηνικό. Να ‘χεις μόλις χωρίσει και για να το ζήσεις κινηματογραφικά, εκεί που νιώθεις ράκος, μόνος και πληγωμένος, παίρνεις το αυτοκίνητό σου, με τη μουσική στο τέρμα και τραβάς προς το άγνωστο, αλλάζοντας νομούς, χωρίς να ‘χεις υπολογίσει τη βενζίνη σου. Το κινητό σου; Το ‘κλεισες για να μη σε ενοχλεί ο τύπος «μόλις χώρισα». Και, τελικά, μες στο σεκλέτι, τον πανικό και τα κρασιά που κατέβασες πριν, ξέχασες το PIN. Θεέ μου, ταινία δράματος.
Κάτι τέτοιες απίθανες πιθανές στιγμές, τίποτα δεν αποκλείεται. Γιατί ο απελπισμένος ψάχνει την ελπίδα οπουδήποτε. Διότι, στην πραγματικότητα, αυτός ο τζαμπατζίδικος τρόπος μεταφοράς είναι μια ελπίδα σε μια στιγμή απελπισίας. Μια βοήθεια απ’ το πουθενά, ένα όχημα να σε πάει εκεί που θέλεις -ή έστω μέχρι εκεί που μπορεί. Κάπου όπου θα υπάρχει ένα τηλέφωνο που θα σε σώσει από όλη αυτή την τρέλα του απρόοπτου.
Εσύ, λοιπόν, μπορεί να μη σταματούσες στον σηκωμένο αντίχειρα κάποιου πεζού, αν όμως ήσουν εσύ εκείνος ο πεζός που βρισκόταν, πραγματικά, σε ανάγκη, δε θα ευχόσουν έστω ένας να σταματήσει; Κι εδώ ταιριάζει τέλεια, μία απ’ τις αγαπημένες μου φράσεις: «Ποτέ, μη λες ποτέ». Σας αφήνω, λοιπόν, με δυο σηκωμένους αντίχειρες. Έναν που κάνει οτοστόπ για την ελπίδα. Κι άλλον ένα για την παραπάνω φράση.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη