Οι σχέσεις συχνά μοιάζουν με βιβλία. Όταν επιτέλους τελειώνεις αυτό που διάβαζες για μήνες, αισθάνεσαι μια πελώρια ανακούφιση. «Τα κατάφερα» λες. Πήρες τις απόψεις, τα μαθήματα και τα συμπεράσματά σου: έμαθες και μερικές καινούργιες ιστορίες και κάπως νιώθεις αλλιώς. Ίσως να φταίνε οι φανταστικές καταστάσεις που μας έκαναν να αισθανθούμε πρωταγωνιστές του βιβλίου.
Κι είσαι πια στη θέση να περάσεις στην ανάγνωση του επόμενου, έτοιμος να εξερευνήσεις τον κόσμο γύρω σου με νέα μάτια. Αντιμετωπίζεις τις επιλογές σου διαφορετικά. Ίσως πιο αισιόδοξα. Κι ενώ νιώθεις τόσο σίγουρος κι έτοιμος να αντιμετωπίσεις εκείνη τη μικρή αλλαγή που ως τώρα έμοιαζε μεγάλη, σκάει ξαφνικά μια είδηση βόμβα απ’ τα παλιά. Όπως στις σειρές και τις ταινίες, ένα παλιό βιβλίο πέφτει απ’ τη βιβλιοθήκη και καλεί τους πρωταγωνιστές να ταξιδέψουν στις σελίδες και τις αναμνήσεις τους, έτσι και το ερωτικό παρελθόν συχνά επιλέγει να εισβάλει στις κατά τα άλλα ήρεμες ζωές τους, σκονισμένο και γεμάτο παγίδες.
Κάπου εδώ αρχίζει η σύγκριση μεταξύ βιβλίου και σχέσης. Εκεί που τελειώνει μια σχέση, έχουν βγει συμπεράσματα, φτιαχτεί αναμνήσεις και γίνεται απολογισμός εκατέρωθεν λαθών κι όμορφων στιγμών, στο μεταίχμιο της μετάβασης στην επόμενη φάση της ζωής των εμπλεκομένων, μια αίσθηση αυτοκαταστροφής και ματαιότητας κατακλύζει μερικούς, σαν μυθιστόρημα που μόλις τελείωσε. Εκεί ακριβώς πάει να ξανανοίξει αυθαίρετα το βιβλίο της σχέσης.
Τι είναι, άραγε, αυτό που συνήθως τραβάει τον άλλον να ταράξει την ησυχία μας, ενώ έχουμε ήδη προχωρήσει; Σε πολλές περιπτώσεις το στίγμα μιας σχέσης είναι δυσαναπλήρωτο κενό. Αν, δε, εμπλακεί και το φαντασιακό στοιχείο των ανοιχτών λογαριασμών, τότε μια απ’ τις πιο ύπουλες σκέψεις κάνει την εμφάνισή της, ικανή να ενοχλεί τον εγκέφαλο σαν ημικρανία με ένταση καταιγίδας.
Αν μετάνιωσε; Παρόλο που κινητήριος δύναμη πίσω από επιστροφές παντός τύπου είναι συνήθως η μοναξιά που προκύπτει απ’ τη μη εκπλήρωση των προσδοκιών σε μια επόμενη σχέση ή φλερτ, αυτοί που υποδέχονται αυτούς που επιστρέφουν, συνήθως το βλέπουν ως αναγνώριση της αξίας τους. Μετά το τέλος της σχέσης οι προσπάθειες επανασύνδεσης είναι συχνό φαινόμενο, απορρέοντας συνήθως απ’ την ασφάλεια της οικειότητας και το φόβο του άγνωστου εκεί έξω.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η επιλογή της χρονικής στιγμής όμως τυχαίνει πάντα όταν ένας απ’ τους δύο έχει ήδη προχωρήσει. Και τα σενάρια δίνουν και παίρνουν στο μυαλό των ενδιαφερόμενων. «Δε γίνεται να προχώρησε» είναι η μόνιμη επωδός. Βέβαια, μέχρι και ο Ρέμος, που έβγαλε τραγούδι «Δε γίνεται», μετά από χρόνια κατάλαβε πως όντως γίνεται (και το έκανε διασκευή).
Η ειρωνεία, δε, είναι ότι κάποια πράγματα λαμβάνονται από τη μια πλευρά ως πλήρως δεδομένα. «Θα γυρίσω εγώ, θα γυρίσει κι εκείνος» κι «όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία» είναι χιλιοφορεμένες ατάκες. Σίγουρα όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία: απλά όχι τη χρονική στιγμή που βολεύει μόνο τον ένα εμπλεκόμενο. Άλλωστε, ένας χαρούμενος άνθρωπος, ανεξάρτητος, που ίσως και να πλέει σε πελάγη ευτυχίας, αμέσως γίνεται αντικείμενο πόθου, ακαταμάχητος. Φαινομενικά αξίζει κάθε ρίσκο αυτοεξευτελισμού κι ενόχλησής του. Ακόμα κι αν η επιστροφή αυτού που έφυγε σε ανύποπτη στιγμή πληγώνει περισσότερο από ό,τι η φυγή του σε πρώτο χρόνο.
Και κάπου εδώ έρχεται το ερώτημα. Πόσες φορές θα διάβαζες το κάθε βιβλίο που έφτανε στα χέρια σου; Ακόμα κι αν μαγικά προσγειώθηκε στα πόδια σου στη μέση μιας κατά τα άλλα αδιάφορης μέρας. Διότι μετά την πρώτη φορά, το τέλος φαντάζει το ίδιο και δεν υπάρχει ούτε σασπένς να το κρύψει. Δε θα ήταν λίγο βαρετό αν διάβαζες και ξαναδιάβαζες μια ιστορία με τον ίδιο προδιαγεγραμμένο επίλογο;
Η αρχή ίσως μοιάζει αγνώριστη, στη συνέχεια όμως εικόνες από όλη την ιστορία κατακλύζουν το μυαλό και δε θα χρειάζεται καν να την ξαναδιαβάσεις. Το βαριέσαι και το πετάς στην άκρη. Γιατί όσο φανταχτερό εξώφυλλο και να ‘χει, όσο κι αν κάποτε σε γέμισε έντονα συναισθήματα, ένα βιβλίο που έχεις διαβάσει, δεν έχει τίποτα νέο να προσφέρει.
Η επιλογή, λοιπόν, πάντα θα αφορά το ίδιο βιβλίο, καταχωνιασμένο για κάποιο λόγο, ή το άγνωστο επόμενο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη