Καθόσουν μικρός, ξαπλωμένος στο γρασίδι και χάζευες τη πορεία των αεροπλάνων. Έδειχνες με το δάχτυλό σου, στους φίλους σου τη λευκή γραμμή και συζητούσατε για ώρες τι να είναι άραγε αυτό. Ξέρεις εκείνον τον δρόμο που επέλεγαν τα αεροπλάνα φτιάχνοντας λευκές λωρίδες, διασχίζοντας τα ουράνια, αφήνοντας πίσω τους έναν λευκό δρόμο. Όμορφες παιδικές αναμνήσεις. Ακόμα και η αδρεναλίνη που αισθανόσουν περιμένοντας να το δεις να απογειώνεται, σου μένει αξέχαστη. Χαιρετούσες όλο χαρά το αεροπλάνο από χαμηλά και νόμισες ότι σε έβλεπαν.
Ως ταξιδιώτης αργότερα, η αναπόληση αλλάζει μορφή, κάπως ξεθωριάζει κι αυτό που μένει εν τέλει, είναι μέσα σου μια ατελείωτη αναμέτρηση. Εκείνη του παρελθόντος με του τώρα. Ποιος να σου το έλεγε, πως, ύστερα από χρόνια πως θα γινόσουν εσύ εκείνος που θα αποχαιρετούσε από ψηλά και δε θα τον έβλεπαν από κάτω;
Τώρα βρίσκεσαι εκεί, μπροστά από μια τεράστια κεντρική πόρτα που ανοίγει και κλείνει αυτόματα και πίσω σου σε περιμένει ο άνθρωπός σου. Κι ενώ το μυαλό σου προσπαθεί να δραπετεύσει, να σας μεταφέρει σε ένα μέρος μόνο δικό σας, κάπως ασφαλές, εκείνο γεμίζει με τις αδιάφορες φωνές που ακούγονται από τα μεγάφωνα, κάτι γι αναχώρηση φωνάζουν. Πρέπει να φύγεις.
Μα ο έρωτας, ουρλιάζει πιο πολύ από κάθε αδιάφορο ήχο που προσπαθεί να σου αποσπάσει την προσοχή. Το άγχος σου ότι ίσως πάει κάτι στραβά παύει να υπάρχει κι ο αποχωρισμός από τον σύντροφό σου τρώει όλο σου το είναι. Πώς θα αποχαιρετήσεις, ποια θα είναι τα τελευταία σας λόγια, πότε θα ξαναβρεθείτε, ταράζουν το μυαλό σου. Και τα μεγάφωνα φωνάζουν. Κι εσύ πρέπει να φύγεις.
Τα αεροδρόμια θα πρέπει εξ ολοκλήρου να θεωρούνται αρένα χωρισμού. Από το πιο μεγάλο στο πιο μικρό, στο πιο αδιάφορο. Και σίγουρα, αυτός ο αποχωρισμός είναι ένας από τους πιο ρεαλιστικούς αληθινούς χωρισμούς, γιατί μετράει ένα ένα τα χιλιόμετρα. Μέσα σου επικρατεί ο φόβος, το άγχος, σου γεννάται ένα αίσθημα καθήκοντος από το πουθενά, είναι σαν το αεροδρόμιο να είναι μια μετάβαση από το μαζί στο χώρια, που οφείλεις να περάσεις. Τα μεγάφωνα ασταμάτητα συνεχίζουν τον αγώνα τους. Δεκάδες αεροπλάνα αποχωρούν την ώρα για τον δικό τους προορισμό. Κι όσοι δε φεύγουν για ταξίδι αναψυχής, είναι εκείνοι που τολμούν μια νέα αρχή, αφήνοντας πίσω όχι μόνο μια ζωή αλλά και τους ανθρώπους τους.
Ο ήχος από τα ροδάκια της βαλίτσας είναι ο χειρότερος ήχος για κάθε ερωτευμένο που περιμένει απεγνωσμένα να βρεθεί μια πέτρα και να διακόψει τη ροή τους. Κι εκείνη αδιάφορη, συνεχίζει κουβαλώντας το βάρος της. Όλα πλέον στην αρένα κυλούν σαν την προετοιμασία του αγώνα της αναχώρησης. Χιλιάδες αριθμοί πτήσεων τρεμοπαίζουν μπροστά στα μάτια σου. Όλος ο κόσμος σε μια οθόνη κι εσύ πια, τόσο δα μικρός, αδύναμος να αλλάξεις τη ροή των πραγμάτων, σκέφτεσαι, ακούγοντας όλη την γκρίνια των μεγάφωνων. Κάποιος έχασε κάτι, κάποιος βρήκε κάτι κι εσύ αφήνεις τον άνθρωπό σου πίσω. Σάμπως ασχολείται κάποιος μ’ αυτό, πρόβλημα συνηθισμένο το δικό σου για μια αίθουσα αεροδρομίου.
Κάθε γωνιά του, κάθε ήχος του, κάθε άνθρωπος, κάνει τον αποχωρισμό πιο ρεαλιστικό, πιο αληθινό. Κι αυτό κανένας άλλος χωρισμός δεν το είχε ποτέ, κανένας δεν ήταν τόσο τόσο μη αναστρέψιμα γενόμενος. Γι’ αυτό και τα αεροδρόμια, φωνάζουν τα λόγια ερωτευμένων. «Θα μου λείψεις, καλή πτήση, πάρε με όταν φτάσεις.» Σ’ αγαπώ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου