Βραδιά αξημέρωτα, βραδιά δίχως πανσέληνο, βραδιά άδεια. Γεμάτα, όμως, σκέψεις που κρύβουν εικόνες, μηνύματα και λόγια. Λόγια σαν κι εκείνα που είπατε και χάθηκαν, αλλά και σαν εκείνα που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Όχι μόνο από απ’ τη μεριά σου αλλά κι εκείνου του τόσο μακρινού κοντινού σου ανθρώπου. Λέξεις που σε τρώνε που δεν τις είπες κι αναρωτιέσαι κι εσύ ο ίδιος γιατί σου το ‘κανες αυτό.
Μη ρωτάς γιατί. Δε φταις εσύ, φταίει εκείνη. Εκείνη που έρχεται κάθε βράδυ και δε σε αφήνει να κοιμηθείς. Τη μία σου ψιθυρίζει στο αφτί εκείνο το όνομα που δεν μπορείς να ξεχάσεις. Την άλλη, όταν πας να κλείσεις τα μάτια σου, σου φέρνει μια εικόνα. Το μυαλό είναι ένα πιόνι κι εκείνη –«αϋπνία» το όνομά της– ολόκληρο το παιχνίδι. Άδικο. Παίζεις θες-δε θες κι εκείνη πάντα σε κερδίζει. Γνωρίζει τα πάντα για σένα, χωρίς να γνωρίζει εσένα. Ξέρει γιατί προσπαθείς να κοιμηθείς δίπλα της και κάνει το όνειρο αλλά και τον εφιάλτη σου πραγματικότητα.
Πάει τρεις η ώρα, βάζεις μουσική. Για απόψε επιλέγεις εσύ ποιο τραγούδι θα ‘ναι η συντροφιά σου, με ποιον ρυθμό θα χορέψουν οι σκέψεις σου, ποιο στίχο θα ουρλιάξει το μυαλό σου. Εκείνη; Παντού, γύρω σου, σε όλο το δωμάτιο. Δεν ξέρεις πια αν βρίσκεσαι σπίτι σου ή σπίτι της.
Τέσσερις η ώρα κι εκείνη ακόμη εκεί. Δε σε αφήνει να κλείσεις μάτι. Σου φέρνει όλο και πιο πολλές αναμνήσεις. Ευχαριστιέται να σε βλέπει με μάτια ορθάνοιχτα και κόκκινα, να καπνίζεις το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Μέσα απ’ τον καπνό σου βλέπει ακόμη πιο καθαρά τις επιθυμίες και τους φόβους σου. Κι αυτή είναι η ήττα σου.
Πέντε η ώρα, κλείνεις τη μουσική και κανείς την αρχή να απομακρυνθείς. Γελάς στην ιδέα, γιατί εννοείται πως εκείνη δε σε αφήνει. Όσο περνάνε τα λεπτά φέρνει μαζί της κι όλη την κούραση και την εξάντληση της μέρας. Κι αυτό κάνει το όλο σκηνικό ακόμη πιο επώδυνο.
Αν η η αϋπνία είχε πρόσωπο σίγουρα θα ήταν τρομακτικό. Αν ήταν συναίσθημα θα ήταν όλα όσα νιώθεις, ένα μείγμα θλίψης, θυμού κι απογοήτευσης κι αν είχε στόμα θα σου έλεγε «δε φταίω εγώ, εσύ φταις που ξαγρυπνάς». Εσύ κι όλα όσα μετανιώνεις, εσύ κι όλο το εγώ σου. Αυτή θα ήταν απλώς ο καφές που σε κρατάει ξύπνιο.
Μέτριο δεν το πίνεις; Το ξέρει κι αυτό. Όπως όλα άλλωστε. Συνεχίζεις να την κατηγορείς. Να λες πως εκείνη φταίει για να μη ρίξεις τον εαυτό σου, μα γνωρίζεις πως η αϋπνία σου είναι η τιμωρία σου. Είναι το λάθος σου που δε σου συγχωρείς, εκείνο που δε σε αφήνει να κλείσεις μάτι.
Έξι η ώρα. Παρατράβηξε το αστείο. Αλλάζεις μεριά, μπας και σε πάρει λιγάκι. Έστω και πέντε λεπτά σου αρκούν. Τα βλέφαρά σου πάνε να κλείσουν, αλλά εκείνη δε σου κάνει το χατίρι. Το πήρες απόφαση. Σηκώνεσαι και κάθεσαι στο κρεβάτι. Αντιμέτωποι πλέον οι δυο σας, σε ένα μονό στρώμα. Εσύ κι εκείνη απέναντί σου∙ δίχως πρόσωπο, δίχως συναίσθημα, μα με την πιο επιβλητική παρουσία.
Τη χειροκροτείς, λέγοντάς της πως τα κατάφερε. Αρπάζεις το κινητό στα χέρια σου, πας στα μηνύματα, πληκτρολογείς έναν αριθμό, που ξέρεις απ’ έξω, και μία «συγγνώμη». Πατάς την «αποστολή». Κι αυτή είναι η καληνύχτα της κι η δίκη σου συγχώρεση. Τώρα πλέον μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη