Η αλήθεια που κρύβουμε μέσα μας είναι ένα από τα πιο μεγάλα μας όπλα. Κρατάει στους ώμους μας όλους τους λόγους για να πάρουμε σωστές αποφάσεις, για να καταλάβουμε γιατί κάτι πονάει όσο πονάει, γιατί κάτι μας πνίγει ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται υγιές.
Παρόλο που η αλήθεια μας είναι το πιο δυνατό μας χαρτί, συνήθως διαλέγουμε να αποφεύγουμε την παραδοχή γιατί πολύ απλά είναι πιο εύκολο. Πόσο επώδυνο είναι να παραδεχθεί κανείς ότι η σχέση που είχαν οι γονείς του στην παιδική του ηλικία του έχει προκαλέσει τόσα πολλά τραύματα ώστε να φοβάται την οποιαδήποτε δέσμευση; Πόσο πιο εύκολο είναι να πει ότι η τύπισσα που κατά κόρον έχει ερωτευτεί, δεν κάνει γι’ αυτόν γιατί της αρέσουν οι μπάμιες; Γιατί ο τύπος είναι πολύ πρωινός τύπος και το ατομάκι θέλει ταξίδια και ρομάντζα κι «άσε τώρα πού να πας να μπλέξεις».
Η μη παραδοχή της αλήθειας, είναι γενικά βολική. Τα παιχνίδια στρατηγικής για να κερδίσουμε κάτι που κατ’ ουδένα λόγο δεν ήταν ποτέ δικό μας, το κλείσιμο κύκλων με το ζόρι γιατί μας είπαν 3 φίλοι ότι είμαστε χαζοί, η φίμωση των συναισθημάτων μας για να μη μας θεωρήσουν ευαίσθητους, η θεαματική έξοδος από σχέσεις με άρνηση να θρηνήσουμε τη ζωή που αφήσαμε πίσω μας.
Η αποδοχή και η παραδοχή της αλήθειας, δυστυχώς ή ευτυχώς επιβάλλει κάποτε παραδοχή ήττας. Σαν έναν τελικό κυπέλλου στο ποδόσφαιρο. Εάν η ομάδα σου χάσει, τα βάζεις με θεούς και δαίμονες, με παίχτες και διαιτησία, με διοίκηση και οπαδούς. Ωστόσο, κάποτε πίσω από τον θυμό σου, κρύβεται απλά ένα λυπηρό συναίσθημα απογοήτευσης, γιατί «ρε μ@λάκα, εγώ ήθελα να βγω να τα σπάσω με την παρέα απόψε αν κερδίζαμε». Η αποδοχή ήττας λοιπόν, είναι πολύ δύσκολο χάπι να καταπιείς. Γιατί ακούγεται σαν αδιέξοδο– και είναι.
Δίνοντας άλλο ένα παράδειγμα, όταν χάσεις ένα παιχνίδι στο πόκερ, δε θα παίρνεις κάθε μέρα τους αντιπάλους σου να τους ζητάς τα ρέστα και τους λόγους που κέρδισαν. Ωστόσο, σπαταλάμε τόσο πολύ χρόνο κι ενέργεια στη δημιουργία τόσο όμορφα καλουπωμένων δικαιολογιών κι υπεκφυγών γιατί πολύ απλά αρνούμαστε να έρθουμε αντιμέτωποι με την αλήθεια μας. Όταν χάσουμε κάποιο δικό μας άνθρωπο, για πόσο καιρό ψάχνουμε κάτι να θυμώσουμε μαζί του γιατί απλά δε θέλουμε να αποδεχτούμε το πραγματικό συναίσθημα του πόνου και του χαμού; Ο θυμός είναι πολύ πιο επιφανειακό συναίσθημα από τον πόνο. Ο πόνος, όμως, συχνά είναι η αλήθεια μας. Και θέλει πολλά κιλά μαγκιά για να αποδεχτούμε ότι πρέπει να κάτσουμε ώρες, μέρες, μήνες με τον πόνο μας μέχρι να γίνει δύναμη.
Γιατί είναι τόσο πολύ εύκολο να σηκώσεις το τηλέφωνο σε αυτό ακριβώς το άτομο που σου έχει προκαλέσει τον πόνο, να πεις τη μεγαλύτερη μπαρούφα, όπως ότι πονάει το αυτί της γάτας σου, απλώς και μόνο για να διακόψεις τη ροή του άσχημου συναισθήματος. Πρόσεξε όμως, για όσο κάθεσαι με την αλήθεια διακεκομμένα, λες κι είσαι σε ένα δωμάτιο φυλακισμένος αλλά κάθε λίγες μέρες καταφέρνεις να δραπετεύσεις και πάλι καταλήγεις εκεί, καμία πρόοδος δε γίνεται. Ακόμα κι αν περάσουν χρόνια, μιας και ο χρόνος δεν επουλώνει τις πληγές, αλλά η αλήθεια μας.
Η αλήθεια μας είναι η κινητήριός μας δύναμη. Η παραδοχή του υποκείμενου συναισθήματος με ανιδιοτέλεια, χωρίς καμία ατζέντα. Χωρίς να θέλουμε να φανούμε οι δυνατοί, χωρίς τα «πρέπει», χωρίς εγωισμό από τη μία αλλά με μεγαλύτερη αρχή τον σεβασμό στον εαυτό μας και στην εκφραστικότητά μας. Η εσωτερική συζήτηση με τον εαυτό μας κι η απάντηση στην ερώτηση «έλα, πες μου όντως πώς νιώθεις γι’ αυτό».
Η αλήθεια μας είναι ό,τι πιο ηχηρό έχει να μας πει το μέσα μας, κι αν κάποτε την ακούσουμε, η πιο ηρωική πράξη θα ακουστεί σαν «έπαιξα, έχασα, πονάω, παραδέχομαι ήττα, πρέπει να φύγω».