Είναι αλλιώτικες οι καλημέρες στην αγκαλιά σου.
Καλημέρα.
Μη χουζουρεύεις. Πάρε με από το χέρι και σύρε με ως τη βεράντα, να ζαλιστούμε απ’τον ήλιο.
Να είναι μια μέρα μόνο δική μας.
Κράτα τα χέρια σου στ’αυτιά μου, να μην ακούω τη βαβούρα της πόλης.
Κόλλησε το πρόσωπό μου στο δικό σου, να βλέπω μόνο τα μάτια σου.
Να μη δινω σημασία στους περαστικούς.
Κλείσε μου το στόμα μ’ένα φιλί, να μη θυμώσω με το συναγερμό του γείτονα.
Τράβα με ξανά στην κρεβατοκάμαρα.
Κλείσε τα παράθυρα και άσε μόνο λίγο ανοιχτό το παντζούρι. Ίσα να ξεπηδάει λίγο φως.
Σφίξε με στην αγκαλιά σου, να μη μπορώ να πάρω ανάσα.
Κόλλησε τα χείλη μου στο στέρνο σου, άσε με μυρίζω το λαιμό σου.
Μη μιλάς.
Σήμερα άσε τη σιωπή να μιλήσει.
Ξέχνα για λίγο τα πώς, τα πότε, τα γιατί.
Γράψε όλες τις πεζές σου σκέψεις, σε ένα χαρτί και κάντο σαΐτα.
Σαΐτα και πέτα τη μακριά.
Σκέψου εμάς. Κοίτα μας. Μαζί.
Άσε αυτό το μαζί, να μας κυριεύσει.
Μη σκέφτεσαι το αύριο. Ας διασφαλίσουμε το σήμερα.
Πήγε επτά, άνοιξε τα παράθυρα.
Έλα να χορέψουμε στο ημίφως.
Προσποιήσου ότι δεν καταλαβαίνεις πως στέκομαι στις μύτες, για να δείξω ψηλότερη.
Κάνε με μια γρήγορη, φουριόζα στροφή στον αέρα.
Όλα τα προσχεδίασα. Ή μήπως όχι;
Στη βεράντα έχει υγρασία. Βραδινή και καλοκαιρινή.
Και μετά τη βεράντα, όταν οι πατούσες μας κρυώνουν και γλιστράνε, να γυρίσουμε στα σεντόνια να τις ζεστάνουμε.
Να τυλιχτείς ξανά γύρω από τον αυχένα μου. Να αποκοιμηθώ στο μπράτσο σου.
Καληνύχτα.
Οι σκέψεις γίνανε σαΐτα και τώρα θα ‘χουν φτάσει Αιγαίο.
Μην τις ψάξεις, άλλωστε δεν τις χρειαζόμαστε πια.