Στην γειτονιά μας στους Αμπελόκηπους ήμαστε όλοι μία πόρτα.

Ο Κώστας και η Νάντια είναι μαζί πέντε χρόνια. Εκείνη, κάθε μεσημέρι, μετατρέπεται σε νοικοκυρά. Θα την πιάσεις να καθαρίζει τα μπαλκόνια, να γεμίζει τη γειτονιά μυρωδιές από τα κέικ και να απλώνει τα ρούχα στο μπαλκόνι. Πολλά βράδια, πιαστήκαμε να μιλάμε από τα παράθυρα. Έμεινε έκτακτα για δουλειά ο Κώστας λέει, είναι για μπίρες με τα παιδιά, βλέπει τον αγώνα στο πρακτορείο στη γωνιά. Κάθε μέρα, η ιστορία αλλάζει αλλά η Νάντια μένει ίδια, να ετοιμάζει φαγητό για την επομένη και να σιδερώνει πουκάμισα.

Απέναντι, η Μαριάννα με τον Γιάννη είναι μαζί δύο χρόνια. Κάθε φορά που τα λέμε με τη Μαριάννα στο μπαλκόνι, έχει πιο πολλά να μου διηγηθεί για το προηγούμενο βράδυ που βγήκε με τις φίλες της απ’ ό,τι εγώ που είμαι ακόμη φοιτήτρια. Κάθε απόγευμα, την ακούω να μπαίνει στο σπίτι και λίγη ώρα μετά είναι ντυμένη και αρωματισμένη έτοιμη για έξοδο. Αργότερα, το βράδυ, θα πιάσει το μάτι μου τον Γιάννη να έρχεται στο σπίτι με τσαντούλα απ’ τον κυρ Μανώλη. «Σπιτικά σουτζουκάκια έχει σήμερα το μενού» μου φωνάζει ο Γιάννης από τον δρόμο και μου σηκώνει την πλαστική τσαντούλα με περηφάνεια. Ύστερα σκύβει το κεφάλι γιατί και οι δύο ξέρουμε.

Δίπλα μένουν ο Μιχάλης με την Μαρία. Είναι παντρεμένοι εδώ και δέκα χρόνια, δυστυχώς δεν κατάφεραν να κάνουν παιδί, αφού η Μαρία είχε αδυναμία στην τεκνοποίηση. Το ήξερε ο Μιχάλης πριν παντρευτούν αλλά η αγάπη του για τη Μαρία κέρδισε. Δεν ήθελε εκείνη να υιοθετήσουν ξένο παιδί και έτσι έμειναν οι δυο τους. Αν και δουλεύουν το ίδιο, για κάποιο λόγο η Μαρία επαναπαύτηκε εδώ και χρόνια. Ο Μιχάλης θα τρέξει στη ΔΕΗ, ο Μιχάλης θα πάρει φρέσκα λαχανικά για το μαγείρεμα, ο ίδιος θα σιδερώσει, ο Μιχάλης θα με χαιρετήσει όταν τον συναντήσω στον φωταγωγό για τα σκουπίδια. Η πολλή ενέργεια του δεν του επιτρέπει να τεμπελιάσει, ούτε να πληρώσει βοηθό. Αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις, όσο η Μαρία έχει κρατημένα τα μισά ραντεβού στο κομμωτήριο της γειτονιάς.

Η κυρία Ντίνα είναι η μόνη ηλικιωμένη της γειτονιάς. Ακόμα και στα πεταχτά, πάντα κάτι θα βρει να μου πει να με ταρακουνήσει. Με παρακαλούσε πάντα να πάω για έναν καφέ από το σπίτι, μιας και από τον καιρό που έχασε τον κυρ Γιάγκο, σπάνια έχει επισκέψεις. Χθες βρεθήκαμε να πίνουμε καφέ σαν συνομήλικες, και να συζητάμε. Σε κάποια στιγμή με ρώτησε τι πιστεύω για τα πιο πάνω ζευγάρια.

«Τι εννοείς τι πιστεύω; Συνολικά ή για τον καθένα;»

«Συνολικά, παιδάκι μου, τι άποψη έχεις;» με ρώτησε και ειλικρινά έμεινα να την κοιτάω. Πιστεύω τόσα πολλά πράγματα για αυτά τα ζευγάρια και συνάμα δεν έχω τίποτα να πω που θα μπορούσε να καταλάβει η κυρία Ντίνα που είναι παραδοσιακή.

«Να σου πω εγώ τότε τι πιστεύω και άκου με καλά πριν φέρεις και συ κανένα παλικάρι εδώ μέσα. Εσείς οι νεαροί δε μάθατε ποτέ τι θα πει αγάπη. Συνηθίσατε να ζείτε στα πολλά και ξεχάσατε την αξία των μικρών. Όταν πέθανε στα χέρια μου ο κυρ Γιαγκος, ξέρεις τι ήταν το πρώτο που σκέφτηκα; Μίσησα τον εαυτό μου για όσους καφέδες δεν του έψησα, όταν ερχόταν και με χτύπαγε πειραχτικά στον ώμο και έδινε παραγγελιά. Θύμωσα που τα βράδια δεν περίμενα να τελειώσει η σειρά του, και πήγαινα μόνη για ύπνο. Ακόμη και στα 70 του, Χαρά, ερχόταν στο κρεβάτι και ήθελε αγκαλιές κι εγώ του φώναζα να σβήσει το φως. Ραγίζω ακόμη όταν σκέφτομαι όλες τις βόλτες που δεν του είπα να πάμε στον Λυκαβηττό, από φόβο μη μου θυμώσει αν του φανώ απαιτητική. Σιχάθηκα τα έτοιμα φαγητά που του παρήγγειλα μετά τη δουλειά γιατί βαριόμουν να τον περιποιηθώ. Του έδωσα πάρα πολλά, όλη μου την ζωή και την αγάπη, αλλά ακόμη θυμώνω που δεν του έδωσα κι άλλα.»

«Τα ζευγάρια τι σχέση έχουν με όλο αυτό»;

«Αυτά τα ζευγάρια δεν ξέρουν γιατί είναι μαζί, Χαρά, σου το λέω. Δεν κοιτάζονται καν στα μάτια, νεαροί άνθρωποι. Δεν είναι ότι ακόμη δε βρήκαν τον άνθρωπό τους. Καμία σχέση. Απλώς ξέχασαν να ‘ναι άνθρωποι. Ξέχασαν να δίνουν και να παίρνουν φροντίδα. Μόνο άμα χωρίσουν θα καταλάβουν. Όπως εγώ που τον έχασα στα ξαφνικά. Θα πουν “γαμώτο εγώ τελικά πόσα έδωσα;” Ακόμη και όσοι νομίζουν πως δίνουν πολλά, αν δεν είναι ευτυχισμένοι, τίποτα δεν έδωσαν. Πρέπει, αγάπη μου, να χειρίζεσαι τη ζωή σου ώστε να κοιμάσαι ήσυχη το βράδυ. Να δίνεσαι. Να δίνεστε ρε, λες και κάθε αύριο μπορεί να σας χωρίσει ένας θάνατος.»

Συντάκτης: Χαρά Αναξαγόρα